Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025
Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025
Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025
Παρὰ μόνο ἐπειδὴ συγχωροῦσα!
Ὅταν ἀναγνωρίστηκε ἅγιος ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, τὸ 1961, σὲ μία Μονὴ τοῦ Ἁγίου
Ὅρους δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις Μοναχῶν. Οἱ μὲν παραδέχονταν τὴν ἁγιότητά
του, οἱ δὲ τὴν ἀμφισβητοῦσαν. Ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς, βλέποντας τὴν κατάσταση ποὺ
δημιουργήθηκε στὸ Μοναστήρι, κάλεσε μία μέρα τοὺς Μοναχοὺς καὶ τοὺς εἶπε:
-Δὲν θὰ γίνει τὸ θέμα τῆς ἁγιοσύνης τοῦ Νεκταρίου αἰτία νὰ χάσουμε τὶς
ψυχές μας, ἀντιμαχώντας μεταξύ μας. Κηρύττω τριήμερη νηστεία καὶ μὲ τὴν
προσευχή μας νὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει, ἂν ὁ Γέροντας
Νεκτάριος εἶναι ἅγιος ἢ ὄχι.
Πράγματι αὐτὸ καὶ ἔκαναν. Τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ἐνῶ ἑτοιμαζόταν ὁ Ἡγούμενος
νὰ κατέβει στὴν Ἐκκλησία, χτυπάει διακριτικὰ ἡ πόρτα τοῦ Κελιοῦ του καὶ μπαίνει
μέσα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος! Ὅταν μπῆκε μέσα, ὁ Ἡγούμενος ἀμέσως τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἔπεσε
νὰ τὸν προσκυνήσει.
Τοῦ λέει τότε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος:
-Ἀδελφὲ Ἀθανάσιε (ἔτσι ἔλεγαν τὸν Ἡγούμενο), πήγαινε καὶ πὲς στοὺς
Πατέρες νὰ μὴν κουράζονται. Ὁ Κύριος μὲ ἁγίασε καὶ εἶμαι Ἅγιος, Θαυματουργὸς καὶ
Μυροβλύτης. Γνώρισε δὲ ὅτι ὁ Κύριος δὲν μὲ ἁγίασε γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, παρὰ
μόνο ἐπειδὴ συγχωροῦσα!
Δημήτριος Παναγόπουλος
Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2025
Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025
«Ὁ λαὸς πιστεύει, ἀλλὰ
θέλει καὶ μερακλῆ τσομπάνο»
Δημήτριος
Γκαγκαστάθης Ἱερεύς
Στὶς 29 Ἰανουαρίου τοῦ 1975 ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος
παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης. Τὸ πνευματικό του τέκνο, ὁ Στυλιανὸς Κεμεντζετζίδης,
ἔχει ἐκδόσει τὸν βίο καὶ τὰ ἔργα του γιὰ νὰ γνωρίσουμε πῶς πολιτεύθηκε ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ καὶ γνήσιος ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων Του.
Ἦταν πραγματικὸς παπᾶς, λειτουργὸς τοῦ Ὑψίστου, ποὺ θυσίαζε τὴν ζωή του ὑπὲρ
τῶν προβάτων. Ὅταν τὸν κατεδίωκαν οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ, κατέφυγε στὴν Μητρόπολι
Τρικάλων καὶ τὸν ἔστειλαν γιὰ προστασία στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ Ζέρβα.
Διηγεῖται ὁ ἴδιος:
«Ἀποφάσισαν νὰ μὲ πάρουν στὸ Βοργαρέλι καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μὲ στείλουν μὲ τὸ ἀεροπλάνο
στὴν Μέση Ἀνατολή, στὴν Ἑλληνική Κυβέρνησι. Ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ
κομμουνισμὸς καὶ τὸ ΕΑΜ καταδιώκει τοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ πάρουν αὐτοὶ γαλόνια
(βαθμούς) καὶ ἐμένα νὰ μὲ δώσουν δόξες, τιμὲς καὶ θέσι ἐξαιρετική. Τοὺς εἶπα· θὰ
μὲ ἀφήσετε ἀπόψε νὰ προσευχηθῶ καὶ τὸ πρωΐ θὰ σᾶς ἀπαντήσω. Διὰ τῆς προσευχῆς ἔβγαλα
τὴν ἀπόφασι: ὄχι. Δὲν πρέπει, εἶπα, νὰ φύγω μακρυὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό μου καὶ ἀπὸ τὸ
Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν. Ἄς βασανιστῶ καὶ ὑποφέρω, θὰ μείνω ἐδῶ, πλησίον τοῦ Χριστοῦ
καὶ ὄχι τοῦ χρυσοῦ. Θὰ πεθάνω στὴν πόρτα τῶν Ταξιαρχῶν, σύμφωνα μὲ τὸν ὅρκο ποὺ
ἔδωσα».
Καὶ δὲν εἶναι εὔκολα λόγια αὐτά. Δὲν εἶναι κηρύγματα ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Τὸ
πόσο βασανίστηκε, τὸ τί ὑπέστη, δὲν τὸ χωρεῖ νοῦς ἀνθρώπου...
Ὅμως καὶ τὸ ποίμνιό του τὸν ὑπεραγαποῦσε καὶ τὸν προστάτευε, ὅσο μποροῦσε,
ἀπὸ τοὺς διαφόρους ἐπίβουλους:
«Τὸ στρατηγεῖο τοῦ ΕΛΑΣ συνῆλθε καὶ ἀποφάσισε νὰ μὲ πάρουν μὲ τὸ μέρος
τους... : Ἤθελαν νὰ μὲ δώσουν ἕνα ἄλογο νὰ γυρίζω στὰ χωριὰ γιὰ καθοδήγησι καὶ
4 ἄνδρες γιὰ σωματοφυλακή, νὰ μὲ φυλάγουν. Τὸ μεγαλύτερο σατανικὸ ἀξίωμα. Ἔρχονται
στὸ χωριό. Συναθροίζονται ὅλοι τῆς περιφέρειας τὰ ὑπεύθυνα πρόσωπα καὶ ἀναφέρουν
τὴν διαταγή. Ὅλοι οἱ χωρικοὶ ἐταράχθησαν. Τί πράγματα εἶναι αὐτὰ, εἶπαν, καὶ δὲν
ἀφήνετε ἥσυχο τὸν παπᾶ μας; Ἐσεῖς θέλετε μὲ αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψετε. Τί
συμβαίνει πάλι; τοὺς ἐρωτῶ. Μὲ δείχνουν τὴν διαταγή. Τὴν διαβάζω καὶ τοὺς λέγω:
Αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ζητᾶτε ἐσεῖς ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ τὰ κάνω. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ
θέλει ἄνθρωπο μορφωμένο καὶ ἔμπειρο. Καὶ ὕστερα ἐγὼ τὸ ἔχω δηλώσει, θέλω νὰ
πεθάνω πραγματικὸς παπᾶς καὶ ὄχι μασκαρᾶς. Δὲν ἀναλαμβάνω τέτοια δουλειὰ καὶ ὅ,τι
θέλει ἄς γίνει. Τί σήμερα, τί ἀργότερα, ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος γιὰ τὸν Χριστὸ νὰ
θυσιαστῶ ὅποια ὥρα θέλήσετε. Τὸ χωριὸ ὑπὲρ ἐμοῦ... Ἔφυγαν καὶ πάλι ἄπρακτοι.
Βλέπετε πόσον ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή!»
«Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943 ὁ Δεσπότης Κοζάνης Ἰωακείμ ἐξέδωκε καταδικαστικὴ
ἀπόφασι, δὶς εἰς θάνατον. Ὁ πρῶτος ποὺ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη μου, ἐρήμην, ἦταν ὁ
Δεσπότης. Ἐστειλε καὶ τὸν Ἀρχιμανδρίτη του, παπᾶ Κοσμᾶ, μὲ πέντε ἀντάρτες, νὰ μὲ
ἐκτελέσουν καὶ ἡσυχάσουν, ἐπειδὴ πολὺ τοὺς ἀνησυχοῦσα καὶ τοὺς χαλνοῦσα τὰ
σχέδιά τους, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν δουλειὰ στὸ χωριό. Οἱ ἐνορίτες μου μὲ ἄκουγαν,
ἐπειδὴ πρῶτος ἐγὼ ἔτρεχα στοὺς κινδύνους, γιὰ νὰ τοὺς σώσω, μὲ ὁποιονδήποτε
τρόπο μποροῦσα».
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κοίταζε πρὸς τὰ πάνω καὶ ρύθμιζε τὶς πράξεις καὶ τὴ
ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν οὐράνια, αἰώνια πραγματικότητα. Ἄν κοίταζε καὶ ἔκρινε μὲ
τὰ κάτω καὶ μὲ τοὺς γύρω του ἀναπόφευκτα καὶ ὁ βίος του θὰ ἦταν ἀντίστοιχος:
«Μεταχειρίστηκαν καὶ ἄλλα σατανικὰ μέσα. Ἔβαλαν τοὺς ἄλλους ἱερεῖς νὰ ποῦν
τὴν παπαδιά: Μήπως μονάχα αὐτὸς δὲν θέλει τὸν κομμουνισμό; Καὶ ἐμεῖς δὲν τὸν
θέλουμε. Τί νὰ κάνωμε ὅμως; Ἄς τοὺς κάνωμε τώρα τὸ κέφι καὶ ἅμα ἀλλάξει ἡ
κατάστασις, αὐτοὺς θὰ λογαριάσωμε; Καὶ τὸ ἐπέτυχαν. Ἡ παπαδιὰ ἄρχισε νὰ μὲ
γκρινιάζῃ καὶ νὰ φωνάζῃ ἐναντίον μου».
«Μοῦ λέγει ἡ παπαδιά: Πράγματι χαζάθηκες. Ἐσὺ θὰ φέρης ἀποτέλεσμα μόνος;
Δὲν βλέπεις τοὺς ἄλλους παπάδες τῶν γύρω χωριῶν, ποὺ κάθονται στὰ σπίτια τους,
δουλεύουν, τρώγουν καὶ πίνουν μὲ τὶς οἰκογένειές τους; Ὅ,τι θὰ γίνῃ γιὰ ὅλο τὸν
κόσμο θὰ γίνῃ καὶ γιὰ ἐμᾶς. Τῆς λέγω: Θὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸν
χρυσό. Κομμουνιστὴς δὲν γίνομαι».
«Μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μοῦ λέγουν: Πῶς κατάντησες νὰ ὑποφέρῃς τόσα
πράγματα καὶ σὲ αὐτὰ τὰ χάλια; Τοὺς ἀπαντῶ: Ὑπέφερε ὁ Χριστὸς γιὰ ἐμᾶς, πρέπει
τώρα καὶ ἐμεῖς νὰ ὑποφέρουμε γιὰ τὸν Χριστὸ. Θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ φύγῃ αὐτὴ ἡ
καταχνιὰ καὶ ἡ βρωμιά καὶ θὰ λάμψῃ πάλιν ἡ Ἐκκλησία».
(Τὰ ἀποσπάσματα εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο ΠΑΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ Βίος
–Θαύματα-Νουθεσίαι καὶ Ἐπιστολαί)
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2025
Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ
Τὸ πρόγραμμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας προέβλεπε τὴν ἐπίσκεψή μας σὲ μία
πάμπτωχη συνοικία στὸ κέντρο τῆς πρωτεύουσας Φρὴ Τάουν, τὴν παραγκούπολη Κροὺ
Μπέι. Μὲ τὸ ποὺ φτάσαμε στὸν συνοικισμό, ἡ βαριὰ μυρωδιὰ τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ οἱ
παράγκες ἀνάμεσα σὲ πλῆθος σκουπιδιῶν μᾶς σάστισαν. Προχωρούσαμε σοκαρισμένοι. Ἕνας
κατάμαυρος ποταμὸς κυλοῦσε ἀργὰ ἀνάμεσα σὲ τόνους ἀπορριμμάτων, δημιουργώντας
μία ἀφόρητα ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα.
Καθὼς προσπαθούσαμε νὰ καταγράψουμε φωτογραφικὰ αὐτὸ ποὺ ζούσαμε, εἶδα
ξαφνικὰ μπροστά μου τὸν Δανιήλ. Μόλις εἶχε διασχίσει τὴ γέφυρα καὶ ἐπέστρεφε στὸ
σπίτι ἀπὸ τὸ σχολεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὶς παρυφὲς τοῦ συνοικισμοῦ. Ἦταν ἕνα ἀγόρι
μὲ ὡραία χαρακτηριστικά, ντυμένο μὲ τὴ στολὴ τοῦ σχολείου του, λευκὸ
κοντομάνικο πουκάμισο καὶ θαλασσί, κοντὸ παντελονάκι. Εἶχε τὴν τσάντα του στὴν
πλάτη. Τὰ καθαρά του ροῦχα δημιουργοῦσαν ἀπίστευτη ἀντίθεση μὲ τὸ γεμάτο τόνους
σκουπιδιῶν περιβάλλον.
Τὰ ’χασα καθὼς τὸν εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου. Κοντοστάθηκε, μόλις μὲ εἶδε
νὰ ὑψώνω αὐθόρμητα τὴ φωτογραφικὴ μηχανή, ἴσα γιὰ νὰ μ’ ἀφήσει νὰ τὸν
φωτογραφίσω, κι ὕστερα χάθηκε μέσα στὶς παράγκες.
Προσπαθώντας νὰ ἐπεξεργαστῶ τὴν ἐμπειρία τῆς στιγμῆς, κοιτώντας τὴ
φωτογραφία ποὺ μόλις εἶχα τραβήξει, σκεφτόμουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ μαγνήτισε σ’
αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀγόρι.
Ἦταν ἄραγε ἡ ἀπίστευτη ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ περιποιημένου παρουσιαστικοῦ
του καὶ τοῦ ἄθλιου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζοῦσε;
Παρατηρώντας πιὸ προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία κατάλαβα· ἦταν τὸ βλέμμα του. Ἕνα
βλέμμα διαπεραστικὸ καί, συγχρόνως, θλιμμένο. ‘Ένα καθάριο, ἁγνὸ βλέμμα ποὺ σὲ
λυγίζει. Τί θὰ σκεφτόταν, ἄραγε, βλέποντας νὰ φωτογραφίζουμε τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο
ζοῦσε;
Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ ἔφερε στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Θεμιστοκλῆ,
ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ: «Ἔχετε παρατηρήσει τὰ μάτια τῶν παιδιῶν; Δὲν εἶναι σὰν τὰ
μάτια τῶν Εὐρωπαίων παιδιῶν. Ἔχετε προσέξει τὰ μάτια τῶν ζητιάνων ἐδῶ πέρα; Ἔχουν
«κάτι»... Ἐγὼ βλέπω σ’ αὐτά, τὰ μάτια τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Γιὰ σκεφτεῖτε ὅτι
ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πάντοτε μέσα στὸν πόνο καὶ νιώθει τὸν θάνατο νὰ τὸν ἀγγίζει».
Ζήτησα κι ἔμαθα γι’ αὐτὸ τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ βλέμμα του ἄγγιξε τόσο τὴν ψυχή
μου. Πρόκειται γιὰ τὸν Δανιὴλ Salima Salisu, ἕνα δεκατριάχρονο παιδὶ γεννημένο
σὲ προτεσταντικὴ οἰκογένεια. Εἶναι ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο ἔχασε πρὶν λίγα
χρόνια, καὶ ζεῖ σὲ μία παράγκα τοῦ συνοικισμοῦ μὲ τὴ φτωχὴ μητέρα του καὶ τὴ
θεία του. Ὁ καθημερινὸς ἀγώνας τους εἶναι νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν,
κάνοντας ὅ,τι μποροῦν, ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ γυμνάσιο
καὶ νὰ πηγαίνει τουλάχιστον μὲ καθαρὰ ροῦχα στὸ σχολεῖο... Ὁ ἴδιος ὁ Δανιήλ, ἐντυπωσιασμένος
ἀπὸ τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κοινότητά τους, ἐξέφρασε
τὴν ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ γίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Ὁ πατὴρ Θεμιστοκλῆς, βλέποντας τὰ γεμάτα εὐγνωμοσύνη μάτια τῶν κατοίκων
τοῦ συνοικισμοῦ, προέβλεψε ὅτι, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνέγερση τοῦ σχολείου «Εὐαγγελισμὸς
τῆς Θεοτόκου» μέσα στὴν παραγκούπολη, σὲ λίγα χρόνια ὅλοι θὰ ἀναζητήσουν νὰ
γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μακάρι νὰ γίνει!».
(Ἀφήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Ἰωάννη Περράκη ἀπὸ ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμισε ἐπισκεπτόμενος
τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ στὴ Σιέρρα Λεόνε)
Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025
καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα
γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα. Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα,
καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα. Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,
καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς,
εἶδα τή νεότητα νά φεύγει, νά σαπίζουν τά δόντια,
θέλησα νά σκοτωθῶ, ἀπό δειλία ἤ ματαιοδοξία,
συχώρεσα ἐκείνους πού μέ συντρίψαν, ἔγλυψα ἐκεῖ πού ἔφτυσα,
ἔζησα τήν ἀπάνθρωπη στιγμή, ὅταν ἀνακαλύπτεις, πλέον ἀργά, ὅτι εἶσαι ἕνας ἄλλος
ἀπό κεῖνον πού ὀνειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' ὄνομά μου
γιά νά μή μείνει οὔτε κηλίδα ἐγωισμοῦ ἀπάνω μου ―
κι ἦταν ὁ πιό φριχτός ἐγωισμός. Τίς νύχτες ἔκλαψα,
συνθηκολόγησα τίς μέρες, ἀδιάκοπη πάλη μ' αὐτόν τόν δαίμονα μέσα μου
ποὺ τά ἤθελε ὅλα, τοῦ ΄δωσα τίς πιό γενναῖες μου πράξεις, τά πιό καθάρια μου ὄνειρα
καί πείναγε, τοῦ ΄δωσα ἁμαρτίες βαρειές, τόν πότισα ἀλκοόλ, χρέη, ἐξευτελισμούς,
καί πείναγε. Βούλιαξα σέ μικροζητήματα
φιλονίκησα γιά μιᾶς σπιθαμῆς θέση, κατηγόρησα,
ἔκανα τό χρέος μου ἀπό ὑπολογισμό, καί τήν ἄλλη στιγμή, χωρίς κανείς νά μοῦ τό ζητήσει
ἔκοψα μικρά-μικρά κομάτια τόν ἑαυτό μου καί τόν μοίρασα στά σκυλιά.
Τώρα, κάθομαι μές στή νύχτα καί σκέφτομαι, πώς ἴσως πιά μπορῶ νά γράψω
ἕνα στίχο, ἀληθινό.
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μιιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.
Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2025
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2025
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025
Ἐκκλησιαζόμενοι
Μὲ λιμάνια μέσα στὸ
πέλαγος μοιάζουν οἱ ναοί, ποὺ ὁ Θεὸς ἐγκατέστησε στὶς πόλεις· πνευματικὰ
λιμάνια, ὅπου βρίσκουμε ἀπερίγραπτη ψυχικὴ ἠρεμία ὅσοι σ᾿ αὐτὰ καταφεύγουμε,
ζαλισμένοι ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη. Κι ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο κι ἀκύμαντο
λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στὰ ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς σῴζει ἀπὸ τὴν
τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν ὅσους σ᾿ αὐτὸν προστρέχουν καὶ ἀξιώνει τοὺς
πιστοὺς νὰ στέκονται μὲ ἀσφάλεια καὶ ν᾿ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ γαλήνη
πολλή.
Ὁ ναὸς εἶναι
θεμέλιο τῆς ἀρετῆς καὶ σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε στὰ πρόθυρά του
μόνο, ὁποιαδήποτε ὥρα, κι ἀμέσως θὰ ξεχάσεις τὶς καθημερινὲς φροντίδες. Πέρασε
μέσα, καὶ μία αὔρα πνευματικὴ θὰ περικυκλώσει τὴν ψυχή σου. Αὐτὴ ἡ ἡσυχία
προξενεῖ δέος καὶ διδάσκει τὴ χριστιανικὴ ζωὴ· ἀνορθώνει τὸ φρόνημα καὶ δὲν σὲ ἀφήνει
νὰ θυμᾶσαι τὰ παρόντα· σὲ μεταφέρει ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.
Κι ἂν τόσο μεγάλο εἶναι
τὸ κέρδος ὅταν δὲν γίνεται λατρευτικὴ σύναξη, σκέψου, ὅταν τελεῖται ἡ
Λειτουργία καὶ οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύσσουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ
Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, ὁ Θεὸς Πατέρας δέχεται τὴν τελούμενη
θυσία, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χορηγεῖ τὴ δική Του ἀγαλλίαση, τότε λοιπόν, μὲ πόση ὠφέλεια
πλημμυρισμένοι δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸ ναὸ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι;
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος















