Πρῶτα-πρῶτα ἡ ποίηση
-·Ἤθελα, στὸ βάθος, νὰ τραγουδήσω ἀλλιῶς ἀπ’ ὅ,τι τραγουδᾶνε οἱ ἄλλοι- κι
ἂς ἤτανε καὶ φάλτσα. Θέλω νὰ πῶ ὅτι τὸ βάρος τῆς γοητείας ἔπεφτε στὴν παράβαση.
Ποὺ σιγά-σιγά, μὲ τὰ χρόνια, εἶδα ὅτι ἦταν πολὺ περισσότερο μία πρόγευση τῆς
βαθύτερης ἀλήθειας ποὺ κουβαλᾶ μέσα της ἡ νεότητα χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, παρὰ
μία σκέτη αὐθαιρεσία, ὥστε νὰ τὴν κρίνεις μὲ συγκατάβαση καὶ νὰ τὴν
προσπεράσεις. Καὶ πώς, τὸ κάτω-κάτω, ἂν μὲ εἶχε ὁδηγήσει στὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἀπαρίθμησα,
ἔφταιγε ἡ ἀπειρία μου ἡ προσωπικὴ καὶ ὄχι, καθόλου, ἡ ἴδια ἡ ἀρχή, ποὺ μὲ ἔβαζε
νὰ δυσπιστῶ σὲ καθετὶ τὸ παραδεδεγμένο καὶ συστηματικὰ νὰ τὸ ἀντιστρατεύομαι.
-·Καὶ προσωπικὰ πιστεύω ὅτι ἔχει πάντα περισσότερα νὰ μᾶς πεῖ ἕνα παρθένο
μάτι ποὺ μόλις ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ γύρο τῶν γνωστῶν μας πραγμάτων, παρὰ ἕνα μάτι
κοινό, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ πλανηθεῖ σὲ περιοχὲς παρθένες.
-·Εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς φαντασίας ποὺ μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀνάπηρο τῆς
πραγματικότητας.
-·Κι ὅμως, ἀπό τὸ τί εἶναι στὸ τί μπορεῖ νὰ εἶναι, περνᾶς μιὰ γέφυρα ποὺ
σὲ πάει, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἀπὸ τὴν Κόλαση στὸν Παράδεισο. Καὶ τὸ πιὸ
παράξενο: ἕναν Παράδεισο φτιαγμένον ἀπὸ τὰ ἴδια ὑλικὰ ποὺ εἶναι φτιαγμένη ἀκριβῶς
καὶ ἡ Κόλαση. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὴ διάταξη τῶν ὑλικῶν ποὺ διαφέρει-
ἂς τὴ φαντασθεῖ κανένας ἐπάνω στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τῆς ἠθικῆς καὶ τῶν αἰσθημάτων
γιὰ νὰ καταλάβει - , ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἀρκετὴ ὡστόσο γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴν ἀπροσμέτρητη
διαφορά. Ἐὰν ἡ πραγματικότητα, ποὺ τὴ διαμορφώνουν μὲ τὸ ἥμισυ τοῦ δυναμικοῦ τῶν
αἰσθήσεων καὶ τῶν αἰσθημάτων τους οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπιτρέπει γιὰ τὴν ὥρα καὶ ἴσως
δὲν ἐπιτρέψει ποτέ, τὴν ἄλλη ἀρχιτεκτονικὴ
ἤ, ἀλλιῶς, τὴν ἐπαναστατικὴ ἀνασύνθεση,
τὸ πνεῦμα μένει ἐλεύθερο καί, γιὰ τὴν ἀντίληψή μου, παραμένει τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ
νὰ τὴν ἀναλάβει.
-·Ἀλλὰ μὲ τὶς ξόβεργες μπορεῖς νὰ πιάνεις πουλιά – δὲν πιάνεις ποτὲ τὸ
κελαηδητό τους. Χρειάζεται ἡ ἄλλη βέργα, τῆς μαγείας καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τὴν
κατασκευάσει ἂν δὲν τοῦ ‘χει ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς δοθεῖ;
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου