Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024
Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024
Δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά
δικά σας
Στούς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες πού ἔρχονταν γιά πνευματική ὠφέλεια, ὁ ὅσιος
Θεοδόσιος, ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, παρέθετε μαζί μέ τή
θεία διδασκαλία καί γεῦμα μέ ψωμί, κρασί καί φαγητά τοῦ μοναστηριοῦ.
Αὐτό τό ἔκανε ἀρκετές φορές καί στόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, ὁ ὁποῖος κάποτε, ἐνῶ
ἔτρωγε, εἶπε στόν ὅσιο:
– Στό σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου. Οἱ ὑπηρέτες μου
εἶναι ἄριστοι γνῶστες τῆς μαγειρικῆς τέχνης. Καί ὅμως, τά ἡγεμονικά μου φαγητά
ποτέ δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας. Γιά ἐξήγησέ μου, σέ
παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;
Καί ὁ θεοφώτιστος ἡγούμενος, πού ἤθελε νά ἑλκύσει τόν ἡγεμόνα στήν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε:
– Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νά μάθεις τήν αἰτία, θά σοῦ τήν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ
στό μοναστήρι μας, πρίν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοί τό μαγείρεμα, τηροῦν τόν ἑξῆς
κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καί παίρνει τήν εὐλογία μου. Ἔπειτα
γονατίζει τρεῖς φορές μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί μ’ ἕνα κερί παίρνει φωτιά ἀπό
τό καντήλι τοῦ Ἱεροῦ, γιά ν’ ἀνάψει μ’ αὐτή τήν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἤ τόν φοῦρνο.
Ὁ βοηθός, πρίν βάλει τό νερό στό καζάνι, ζητάει τήν εὐλογία τοῦ
προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον, πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογεῖ, ἀδελφέ»,
ἀποκρίνεται ὁ προϊστάμενος.
Γιά νά μή σοῦ τά πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μέ τέτοιον τρόπο, γι’ αὐτό καί τά
φαγητά μας εἶναι τόσο νόστιμα. Οἱ δικοί σου ὑπηρέτες, ὅμως, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω,
κάνουν τήν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καί βαρυγκωμώντας καί συκοφαντώντας ὁ ἕνας
τόν ἄλλον.
Συχνά, μάλιστα, δέχονται χτυπήματα ἀπό τούς ἐπόπτες. Κοντολογίς, ὅλα
γίνονται μέ ἁμαρτίες. Σ’ αὐτό ὀφείλεται τό ὅτι δέν βρίσκεις νόστιμα τά φαγητά
σας.
Πράγματι, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τά λές, συμφώνησε ὁ Ἰζιασλάβος.
Τρίτη 2 Ιουλίου 2024
Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024
Τὸ μεγαλεῖο τῆς
λιγοσύνης
Λοιπὸν τριγύριζα μέσα στὴ χώρα μου κι ἔβρισκα τόσο φυσικὴ τὴ λιγοσύνη της,
πού ᾿λεγα πώς, δὲ
γίνεται, θὰ πρέπει να ᾿ναι ἀπὸ
σκοποῦ τὸ ξύλινο τοῦτο τραπέζι μὲ τὶς ντομάτες καὶ τὶς ἐλιὲς μπρὸς στὸ
παράθυρο. Γιὰ νὰ μπορεῖ μιὰ τέτοια αἴσθηση βγαλμένη ἀπ᾿τὸ τετράγωνο τοῦ σανιδιοῦ μὲ τὰ λίγα ζωηρὰ κόκκινα
καὶ τὰ πολλὰ μαῦρα νὰ βγαίνει κατευθείαν στὴν ἁγιογραφία. Καὶ αὐτή, ἀποδίδοντας
τὰ ἴσα, νὰ προεχτείνεται μ᾿ἕνα μακάριο φῶς πάνω ἀπ’τὴ θάλασσα ἑωσότου ἀποκαλυφθεῖ τῆς λιγοσύνης τὸ
πραγματικὸ μεγαλεῖο.
Φοβοῦμαι νὰ μιλάω μ᾿ ἐπιχειρήματα
ποὺ μόνον ἡ ἄνοιξη δικαιωματικὰ διαθέτει: ὅμως τὴν παρθενία ποὺ πρεσβεύω ἔτσι τὴν
ἀντιλαμβάνομαι καὶ μόνον ἔτσι τὴ φαντάζομαι νὰ κρατάει τὴ μυστική της ἀρετή:
μεταβάλλοντας σὲ ἄχρηστα ὅλα τὰ μέσα ποὺ θὰ μποροῦσαν νἀ ἐπινοήσουν οἱ ἄνθρωποι
γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τὴν ἀνανέωσή της.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης