Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024



Οἱ τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου
Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:
«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικούς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος».
Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτους τῆς μάθησης, ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτους τοῦ χρήματος.
Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατί τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τους οἱ «τροπαιοῦχοι τοῦ ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη. Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατί δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατί ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα, ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα.
Γιατί ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ‘21.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.
Γιῶργος Σεφέρης

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

 


Δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας

Στούς εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες πού ἔρχονταν γιά πνευματική ὠφέλεια, ὁ ὅσιος Θεοδόσιος, ἡγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, παρέθετε μαζί μέ τή θεία διδασκαλία καί γεῦμα μέ ψωμί, κρασί καί φαγητά τοῦ μοναστηριοῦ.

Αὐτό τό ἔκανε ἀρκετές φορές καί στόν ἡγεμόνα Ἰζιασλάβο, ὁ ὁποῖος κάποτε, ἐνῶ ἔτρωγε, εἶπε στόν ὅσιο:

– Στό σπίτι μου, πάτερ, ὑπάρχουν ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου. Οἱ ὑπηρέτες μου εἶναι ἄριστοι γνῶστες τῆς μαγειρικῆς τέχνης. Καί ὅμως, τά ἡγεμονικά μου φαγητά ποτέ δέν ἔχουν τή νοστιμάδα πού βρίσκω στά δικά σας. Γιά ἐξήγησέ μου, σέ παρακαλῶ, ποῦ ὀφείλεται ἡ ἐπιτυχία σας αὐτή;

Καί ὁ θεοφώτιστος ἡγούμενος, πού ἤθελε νά ἑλκύσει τόν ἡγεμόνα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀποκρίθηκε:

– Ἄρχοντά μου, ἀφοῦ ζητᾶς νά μάθεις τήν αἰτία, θά σοῦ τήν ἀποκαλύψω. Ἐδῶ στό μοναστήρι μας, πρίν ἀρχίσουν οἱ ἀδελφοί τό μαγείρεμα, τηροῦν τόν ἑξῆς κανονισμό: Ὁ προϊστάμενος τοῦ μαγειρείου ἔρχεται καί παίρνει τήν εὐλογία μου. Ἔπειτα γονατίζει τρεῖς φορές μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα καί μ’ ἕνα κερί παίρνει φωτιά ἀπό τό καντήλι τοῦ Ἱεροῦ, γιά ν’ ἀνάψει μ’ αὐτή τήν ἑστία τοῦ μαγειρείου ἤ τόν φοῦρνο.

Ὁ βοηθός, πρίν βάλει τό νερό στό καζάνι, ζητάει τήν εὐλογία τοῦ προϊσταμένου του. «Εὐλόγησον, πάτερ», τοῦ λέει. «Ὁ Θεός νά σέ εὐλογεῖ, ἀδελφέ», ἀποκρίνεται ὁ προϊστάμενος.

Γιά νά μή σοῦ τά πολυλογῶ, ὅλα γίνονται μέ τέτοιον τρόπο, γι’ αὐτό καί τά φαγητά μας εἶναι τόσο νόστιμα. Οἱ δικοί σου ὑπηρέτες, ὅμως, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, κάνουν τήν ὑπηρεσία τους φιλονικώντας καί βαρυγκωμώντας καί συκοφαντώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον.

Συχνά, μάλιστα, δέχονται χτυπήματα ἀπό τούς ἐπόπτες. Κοντολογίς, ὅλα γίνονται μέ ἁμαρτίες. Σ’ αὐτό ὀφείλεται τό ὅτι δέν βρίσκεις νόστιμα τά φαγητά σας.

Πράγματι, πάτερ, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, ὅπως τά λές, συμφώνησε ὁ Ἰζιασλάβος.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2024


Τώρα κυβέρνα τὰ πράματα μὲ φρόνησιν
Εἴκοσι ἕξι μῆνες ἔκαμα σ᾿ αὐτείνη τὴν ῾πηρεσίαν. Ἂν ἰδῆτε κατάχρησιν παραμικρή, ἢ ληστεία, ἢ ἀδικίαν εἰς τοὺς πολίτες, τότε ἐσεῖς ἀναγνῶστες νὰ μὲ λέτε ἄτιμον ἄνθρωπον. Κι᾿ ἀπ᾿ ὅταν πάψαμεν ὕστερα, τηρᾶτε τί ληστεῖες ἔγιναν καὶ τί ἁρπαγὲς καὶ τί σκοτωμοί. Ὁ Κυβερνήτης μὸ ῾δωσε τὸν βαθμό μου, χιλίαρχο, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ μ᾿ ἔβαλε καὶ εἰς τὸ στρατιωτικὸν δικαστήριον. Δὲν θέλησα νὰ κρίνω κανέναν. Ὁ Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολὺ τοῦ Πετρόμπεγη τὸ σπίτι. Ψωμὶ δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε. Σήκωσε ντουφέκι ἡ Σπάρτη, ἡ Πελοπόννησο, ἡ Ρούμελη καὶ γύρευαν Συνέλεψη, νὰ κυβερνιῶνται μὲ νόμους. Τότε ἄρχισε ντουφέκι καὶ εἰς τὸν Πόρο. Ἔστειλε στρατέματα, ἦταν καὶ καράβια Ρούσσικα μὲ τὸν Ρικόρδον. Ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὴν φεργάδα καὶ παπόρι κι᾿ ἄλλα. Ὑποπτεύονταν ἡ Ἀγγλία νὰ μὴν γένωμεν κι᾿ ἐμεῖς θαλασσοδύναμη καὶ μὲ τὴν εὐκαρίστησιν τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς τά ῾καψαν· καὶ τελειώσαμεν κι᾿ ἀπὸ αὐτά. Καὶ γυμνώθη κι᾿ ὁ Πόρος καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι. Ὁ Πετρόμπεγης εἶχε φύγῃ κρυφὰ πρωτύτερα ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι. Στὸν δρόμο τὸν ἔπιασαν αὐτόν, ἔπιασαν τ᾿ ἀδέλφια του τὸν Κατζῆ καὶ τὸν Κωσταντήμπεγη, τὸν υἱγιό του τὸν Μπεζαντὲ καὶ τοὺς χάψωσαν εἰς τὸ Παλαμήδι ὅλους.
Καὶ τότε τὸ κακὸ ἄξαινε παντοῦ· κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ συντροφιὰ ὅλη καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη βάναν φωτιὰ εἰς τὸ μπαρούτι. Τότε ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης εἶδε ποὺ τὸν κατήντησε αὐτείνη ἡ λοιμική. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτας. Ἔκρινε τοῦ Κυβερνήτη ὁ Κοντάκης καμπόσα, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε ὁ Κυβερνήτης. Τοῦ εἶπε νὰ βγάλη τὸν Πετρόμπεγη καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν χάψη· καὶ στρέχτη ὁ Κυβερνήτης νὰ τοὺς βγάλη, ν᾿ ἀγαπηθοῦν. Τὸ ῾μαθε αὐτὸ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιά του καὶ τοῦ εἶπαν, ἂν γένη αὐτό, αὐτεῖνοι τραβοῦνε χέρι ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη. Τότε ἄντεσε ὁ δυστυχὴς σὰν τ᾿ αὐγὸ στὰ δυὸ λιθάρια. Δὲν θέλησαν, κι᾿ ἔμεινε ἡ ὁμιλία διὰ τὸν Πετρόμπεγη. Κι᾿ ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης βρέθηκε σὲ μίαν δεινὴ περίστασιν καὶ καταλυπέταν, ὅτι ἀπατήθη ἀπὸ τὴν συντροφιά του.
Ὁ Κοντάκης μοῦ εἶπε αὐτά. Εἶχα πάγη εἰς τὸν Κυβερνήτη, ὅτ᾿ ἦταν κι᾿ ὄντως ἀξιολύπητος. Τοῦ εἶπα· «Κυβερνήτη μου, ἐγώ σου τὰ εἶπα ὅταν μ᾿ ἔστειλες εἰς τὴν περιοδεία· σου εἶπα τὴν ἀλήθεια ὁ δυστυχής. Δὲν θέλησες νὰ μὲ πιστέψῃς ποτέ. Ἐγώ σου εἶπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία καὶ τὴν Ἐξοχότη σου, ὁποῦ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου καὶ μπορεῖς νὰ τὴν σώσῃς καὶ μπορεῖς νὰ τὴν χάσῃς. Τώρα κυβέρνα τὰ πράματα μὲ φρόνησιν κι᾿ ἀγροικήσου μ᾿ ὅλους τοὺς σημαντικοὺς κι᾿ ἑνώσου μ᾿ αὐτούς». Μπῆκε ἕνας μέσα κι᾿ ἀναχώρησα. Καὶ ἦταν πολὺ λυπημένος. Ὅλοι οἱ ἀνθρωποφάγοι ἦταν ἀναντίον του. Ἀφοῦ ὁ Κοντάκης εἶδε τὴν στεναχώρια τοῦ Κυβερνήτη, καὶ τὸ ντουφέκι δούλευε, τοῦ εἶπε τοῦ Κυβερνήτη, ἂν εἶναι μὲ τὴν ἄδειά του, νὰ ξαναπάγη εἰς τὸν Κολοκοτρώνη, εἰς τὸν Μεταξά, εἰς τὸν Τζαβέλα, εἰς τοὺς ἀδελφούς του, εἰς τὸν Σπηλιάδη, ὅτ᾿ ἦταν Γραμματέας τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους. Τοὺς μαζώνει σ᾿ ἕνα μέρος, λέγει τὴν περίστασιν καὶ τὸν κίντυνο τῆς πατρίδος κι᾿ ὅτι μίλησε καὶ μὲ τοὺς ἀναντίους καὶ θέλουν νὰ πάψη ἡ διχόνοια, ὅμως τοὺς Μαυρομιχαλαίγους νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακή. Ὅλοι σύνφωνοι, καὶ ἡ κακὴ ψυχὴ ὁ Μεταξᾶς σκύλιασε τὸν Κολοκοτρώνη κι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἄλλους καὶ δὲν ἔκαμαν τίποτας.
Τὸ ντουφέκι ἄναψε πολὺ εἰς τὴν Σπάρτη. Σηκώθη ὁ καϊμένος ὁ Κυβερνήτης καὶ πῆγε μόνος του νὰ τὸ σβέση. Πίσου αὐτεῖνοι ὁποῦ μείναν θέλουν νὰ κάμουν ἐξορίαν ὅσους δὲν ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους, ὁρκισμένοι. Ἔκαμαν κατάλογον εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος ὁ Τζόκρης, ὁ Καλλέργης, οἱ ἄλλοι ὅλοι ἦταν ἕνα· εἶπαν κι᾿ ἔκαμαν μίαν μυστικὴ συνέλεψη οἱ Ἀργίτες νὰ διώξουν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ ἀπὸ δῶ ὅλους τοὺς ἀναντίους κι᾿ ἐμένα. Τότε μαθαίνω ἐγὼ αὐτὸ κι᾿ ἁρμάτωσα καμπόσους. Ἔρχονται ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι βλέπουν αὐτό, βαστιῶνται σὲ κουράγιο κι᾿ ἐκεῖνοι. Μαλλώσαμεν μὲ λόγια. Δὲν ἄφησα νὰ πιάσουν κανέναν. Γράφουν αὐτὰ τοῦ Κυβερνήτη, γυρίζει ὀπίσου. Πῆγα ἐγὼ νὰ παρουσιαστὼ εἰς τὸν Κυβερνήτη, μοῦ λέγει· «Τί εἶναι αὐτὰ ὁποῦ ῾καμες; – Μυστικὲς συνέλεψες κάμαν· θέλουν νὰ διώξουν τοὺς ξένους κι᾿ ἐμένα. – Σὰν δὲν σᾶς θέλουν, δὲν μπορεῖτε νὰ καθίσετε στανικῶς, μοῦ λέγει ὁ Κυβερνήτης. –Δεν εἴμαστε ξένοι, Κυβερνήτη. Ὅταν ἦρθε ὁ Ἀράπης, αὐτεῖνοι ὅλοι ἦταν πηγιωμένοι ἄλλοι στὰ νησιὰ κι᾿ ἄλλοι στῆς σπηλιὲς καὶ ἦταν ἀσφαλισμένοι, κι᾿ ἐγὼ μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ θέλουν νὰ διώξουν σκοτωνόμαστε. Καὶ τὴν ἔχομεν τὴν πατρίδα ἀντάμα. Πιθαμή, πιθαμὴ θὰ τὴν μεράσουμεν κι᾿ ὄχι νὰ μᾶς διώξουν! Δὲν μᾶς εἶχαν σκλάβους φερμένους. – Λέγει ἡ Ἐξοχότη του, ὅλοι ἐσεῖς σύνταμα γυρεύετε, καὶ σᾶς κυβερνῶ ὅλους ἐσᾶς. – Εἶσαι νοικοκύρης, Ἐξοχώτατε, καὶ κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς. (Ὅσους ἦταν νὰ διώξουνε ῾νεργούσαν ὁλοένα). Μὲ λύπη μου σοῦ λέγω, ἂν πειράξουν κανέναν, θὰ πεθάνωμεν· κι᾿ ὁ αἴτιος ἂς δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεόν. Κι᾿ ἀπὸ μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά!» Καὶ σηκώθηκα κι᾿ ἔφυγα χωρὶς νὰ τοῦ κρίνω ἄλλο.
Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν θέλησα νὰ εἶμαι ἀναντίον του, ὅτι μπεζερίσαμεν ἀπὸ τῆς ἀκαταστασίες. Ἀλλὰ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι καὶ ἡ συντροφιά τους μὲ κατάτρεχαν διὰ μέσον τοῦ Κυβερνήτη κι᾿ ἀδελφῶν του. Τότε στέλνουν ἕναν λοχαγὸν μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος νὰ μὲ πιάσουνε, ἢ ἂν ἀντισταθῶ, νὰ μὲ βαρέσουνε. Τότε μὸ ῾στειλαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι χαμπέρι κι᾿ ἔφυγα κρυφίως καὶ πῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ κρύφτηκα. Τὴν αὐγή, ἦταν Κυργιακή, πῆγε ὁ Κυβερνήτης εἰς τὴν ἐκκλησιά, κι᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τὸ ῾πιασα τὸ σπίτι. Ἦρθε, μ᾿ εἶδε. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. – Τὸν Κυβερνήτη τῆς πατρίδας μου. – Δὲν ἔχω καιρό, μοῦ λέγει. – Δὲν ἔχω κι᾿ ἐγὼ καιρὸ νὰ σὲ ἰδῶ ἄλλη βολὰ (ὅτι ψάχναν νὰ μὲ βροῦνε νὰ μὲ πᾶνε εἰς τὸ Παλαμήδι). – Φεύγα, μοῦ λέγει· δὲν ἀδειάζω. – Πουθενὰ δὲν πάγω!» Ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποί του νὰ μὲ κακομεταχειρίζωνται. Τότε μαλλώσαμεν. Ἔστειλε καὶ πῆγα μέσα. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. Νὰ μ᾿ ἀκούσῃς· τὴν κατάστασή μου τὴν ξόδιασα, τὰ ὑποστατικά μου καὶ σπίτι μου τά ῾χασα. Εἰκοσιέξι ἀνθρώπους πῆγαν νὰ μᾶς κρεμάσουνε, μόνος μου γλύτωσα. Ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες μὲ τυραγνοῦσαν μὲ σίδερα εἰς τὰ ποδάρια κι᾿ ἄλλους παιδεμοὺς νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικὸν τῆς Ἐταιρίας, τρόμαξα νὰ γλυτώσω. Πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδας. Τοῦτα τ᾿ ἄρματα δὲν μοῦ τὰ ντρόπιασε ὁ Θεός, ὁποῦ τά ῾χω ἀπὸ δέκα πέντε χρονῶν παιδὶ –θέλει νὰ μοῦ τὰ ντροπιάσῃ ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου. Λάβε τα. (Ἔβγαλα τὸ σπαθί, τῆς πιστιόλες τὰ ῾βαλα στὸ τραπέζι). Κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς τώρα· στεῖλε με ἐκεῖ ὁποῦ θέλεις (Παίρνει καὶ ματαβαίνει ὀπίσου τ᾿ ἄρματα εἰς τὸ ζουνάρι μου). Δὲν τὰ θέλω, τοῦ λέγω. Κᾶμε μου ὅρκον ὅτι δὲν μὲ ντροπιάζεις, κι᾿ ἔτζι τὰ βαίνω ἀπάνου μου». Τότε μό ῾καμεν ὅρκο καὶ τὰ πῆρα κι᾿ ἔφυγα. Καὶ δὲν ἔκαμεν ἐξορία καὶ τοὺς ἄλλους στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἄργος, οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι.

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

 


Τὸ μεγαλεῖο τῆς λιγοσύνης

Λοιπὸν τριγύριζα μέσα στὴ χώρα μου κι ἔβρισκα τόσο φυσικὴ τὴ λιγοσύνη της, πού ᾿λεγα πώς, δὲ γίνεται, θὰ πρέπει να ᾿ναι ἀπὸ σκοποῦ τὸ ξύλινο τοῦτο τραπέζι μὲ τὶς ντομάτες καὶ τὶς ἐλιὲς μπρὸς στὸ παράθυρο. Γιὰ νὰ μπορεῖ μιὰ τέτοια αἴσθηση βγαλμένη ἀπ᾿τὸ τετράγωνο τοῦ σανιδιοῦ μὲ τὰ λίγα ζωηρὰ κόκκινα καὶ τὰ πολλὰ μαῦρα νὰ βγαίνει κατευθείαν στὴν ἁγιογραφία. Καὶ αὐτή, ἀποδίδοντας τὰ ἴσα, νὰ προεχτείνεται μ᾿ἕνα μακάριο φῶς πάνω ἀπ’τὴ θάλασσα ἑωσότου ἀποκαλυφθεῖ τῆς λιγοσύνης τὸ πραγματικὸ μεγαλεῖο.

Φοβοῦμαι νὰ μιλάω μ᾿ ἐπιχειρήματα ποὺ μόνον ἡ ἄνοιξη δικαιωματικὰ διαθέτει: ὅμως τὴν παρθενία ποὺ πρεσβεύω ἔτσι τὴν ἀντιλαμβάνομαι καὶ μόνον ἔτσι τὴ φαντάζομαι νὰ κρατάει τὴ μυστική της ἀρετή: μεταβάλλοντας σὲ ἄχρηστα ὅλα τὰ μέσα ποὺ θὰ μποροῦσαν νἀ ἐπινοήσουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὴ συντήρηση καὶ τὴν ἀνανέωσή της.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης