Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019


Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας (3)
Ἡ πνευματική γνώση
Ὁ στόχος ὅμως αὐτός ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέ τήν «πνευματική γνώση». Πνευματική γνώση εἶναι πίστη, εἶναι ἐμπειρία, εἶναι θεῖος φωτισμός, εἶναι Θεία χάρις καί Θεογνωσία.
Ἡ πνευματική αὐτή γνώση δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγράμματους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς, σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους, καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.
Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τή χάρη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργούμενης. Εἶναι ἡ φιλαδελφία, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἱλαρότητα.
Ὁ ὀρθολογισμός, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφάνειας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση• γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο. Καί ἐφ’ ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγιά μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε λοιπόν δίκιο, ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη – γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη – αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μία ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικότερος τύπος τοῦ αὐτοδικαιούμενου ἀνθρώπου. Καυχᾶται γιά τίς ἀρετές του, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δίκαιο καί συγχρόνως ἐξουθενώνει τόν τελώνη, βλέποντας τόν ἁμαρτωλό, κατώτερό του. Ὁ αὐτοδικαιούμενος γίνεται ὁ ἴδιος κριτής τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο τοῦ δικαίου, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν ἀνταμείψει.
Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπωδό τά λόγια του μηδενιστῆ Ἀλμπέρτ Καμύ: «Εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο», καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.
Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπούς του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται ἔτσι στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.
Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τή λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.
Θά πρέπει λοιπόν νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, στόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς του Θεοῦ.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019


Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας (2)
Νοῦς καί λόγος
Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν διαφορά ἀνάμεσα στήν «καλή» καί «κακή» χρήση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς (πού εἶναι ὁ ὀρθολογισμός), θά ἦταν χρήσιμο νά ἀναπτύξουμε ἐν συντομίᾳ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν φύση καί τήν λειτουργία της.
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο ὁδούς, δύο τρόπους μέσα ἀπό τούς ὁποίους μπορεῖ νά γνωρίσει τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία καί τόν ἴδιο τόν Θεό.
Τά δύο αὐτά κέντρα εἶναι ὁ νοῦς (πού οἱ πατέρες τόν ταυτίζουν μέ τήν καρδιά) καί ὁ λόγος (δηλαδή ἡ λογική, ἡ διάνοια, τό μυαλό). Ὁ νοῦς ἔχει τήν ἕδρα του στήν καρδιά καί ὁ λόγος (ἡ λογική) στόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τόν ὀνομάζουν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς». Μέ τό νοῦ, πού εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς (γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται καί ὡς «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς»), ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τή γνώση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γίνεται μέτοχος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.
Ὁ λόγος (ἤ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τό λόγο (τή λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τή φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά φθάσει καί στήν γνώση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως ἀποκτᾶ μέ τό νοῦ. Μέ τή λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στό Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τό νοῦ, μέ τήν καρδιά δηλαδή.
Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στό σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ δηλαδή τό νοῦ (τήν καρδιά) μέ τό λόγο (τή λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τό Θεό.
Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται φανερό πώς παραιτοῦμαι ἀπό τή λογική μου δέν σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται. Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν ἀντιβαίνει στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωση καί ἀνύψωσή της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα» τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις, στό ἐγωιστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στό Θεό ἀνοιχτό τό δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ‘ρθεῖ καί νά ἐνεργήσει μέσα μου μέ τό δικό Του τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος, οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος. Εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ὑπαγωγή τῆς λογικῆς μας στή Λογική του Θεοῦ. Εἶναι ἡ προσπάθεια πού κάνουμε γιά νά δεχθοῦμε τή Λογική τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτή δέν συμφωνεῖ μέ τή δική μας.
Σκοπός τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁ Οὐρανός. Πατρίδα του εἶναι ὁ Οὐρανός. Ὁ χριστιανός εἶναι οὐρανοπολίτης καί στόχος κεντρικός τῆς ζωῆς του εἶναι νά γνωρίσει τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του, νά φθάσει δηλαδή στή θέωση. Τό ἀπόλυτο ζητούμενο τῆς πνευματικῆς μας πορείας παραμένει πάντοτε ἡ θέωση, πού ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τό φωτισμό τοῦ νοῦ. Ὁ φωτισμός λοιπόν τοῦ νοῦ ὀφείλει νά εἶναι ἡ κύρια ἐπιδίωξή μας, καί ὄχι ἡ καλλιέργεια τῆς λογικῆς. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι αὐτός πού ὁδηγεῖ στό Θεό καί ὄχι ἡ ἀνεπτυγμένη λογική. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐκχώρηση τῆς λογικῆς μας σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ὄχι ἡ ἐξάσκηση τῆς λογικῆς μας.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019



Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας
Ὁ ὀρθολογισμός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στή λογική μας, ἡ ἀναγωγή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί ἀπόλυτη ἀξία. Εἶναι ἁμαρτητική νοοτροπία καί βιοθεωρία, καί ὄχι κάποια ἁπλή ἁμαρτία. Εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀπιστία. Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική καί ὕπουλη ἐκδήλωση τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ὑφέρπει σέ κάθε μας πράξη καί δηλητηριάζει ὅλα τά καλά ἔργα μας. Αὐτή ὁδηγεῖ στήν αὐτοδικαίωση καί τελικά στήν ἀμετανοησία, κλείνοντας ἔτσι τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος ὅλων τῶν κακῶν. Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ ἡ ὑπερηφάνεια «ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», «βρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν τραγωδιῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους» καί ἀποτελεῖ «τήν οὐσία τοῦ ἅδη». Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ἤ μοναχός, γίνεται ἄτομο καί προσφέρει τόν πνευματικό θάνατο καί τόν ἅδη, τήν κόλαση, ὄχι μόνο στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στήν οἰκογένειά του, στό κοινόβιό του καί σέ ὅλο τό περιβάλλον του.
Ὁ ὀρθολογιστής ὑποβάλλει τήν ἁγνή καί πηγαία πίστη σέ λογικές διαδικασίες, ζητώντας ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις. Πιστεύει μόνο σέ ὅ,τι μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτό μέ τό μυαλό. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα, ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί μας, ἀμφιβάλλουν ἤ καί δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στόν παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἀρνοῦνται ἀκόμη τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, τοῦ προαιώνιου αὐτοῦ ἐχθροῦ μας. Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο μέ νοῦ καί μέ θέληση, καί ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, δεχόμενοι γενικά καί ἀόριστα τήν ὕπαρξη μόνο «δυνάμεων τοῦ κακοῦ».
Ἀμφισβητοῦν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας, τοῦ Γάμου, ὁ ὁποῖος τείνει νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό μία ἁπλή συμβίωση, μία ἐλεύθερη σχέση, ἐκτός γάμου. Ἀρνοῦνται ἤ δέχονται ἐπιλεκτικά τά δόγματα τῆς πίστεώς μας, τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τή λατρεία, τήν εὐσέβεια καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδή δέν μποροῦν νά τά συλλάβουν μέ τήν λογική καί τό μυαλό τους.
Νά διευκρινίσουμε σέ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀναφορά μας στό ἀρνητικό φαινόμενο τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί στίς ἀνάλογες συνέπειές του στήν πνευματική ζωή τοῦ καθενός σέ καμία περίπτωση δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ὑποτιμήσεως ἤ τῆς παραγνωρίσεως τῆς λογικῆς, αὐτῆς τῆς ὕψιστης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί τά ὑπόλοιπα κτίσματα.
Ὁ ὀρθολογιστής ἀντικαθιστᾶ τήν ἀναφορά καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, πού εἶναι ἡ πίστη, μέ τή σκέψη καί τή διάνοια. Ἔτσι ὅμως καταργεῖται οὐσιαστικά ἡ πίστη, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποδεικνύεται, ἀλλά μᾶς φανερώνεται. Μᾶς ἀποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά καί πηγαία, ἁπλά, ταπεινά καί ἀθόρυβα. Γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός συνιστᾶ οὐσιαστικά ἀπιστία• μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας, χειρότερη ἴσως ἀπό τήν ἀπόλυτη καί καθαρή ἀθεΐα, ἀφοῦ μᾶς ἐφησυχάζει καί μᾶς παραπλανᾶ πώς δῆθεν πιστεύουμε.
Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ λόγος πού καθιστᾶ τόν ὀρθολογισμό, τήν ὀρθολογιστική θεώρηση τῆς πίστεως, ἕνα ἀπό τά σοβαρότερα ἐμπόδια, καί τά δυσεπίλυτα προβλήματα πού ἀπειλοῦν καί ἀλλοιώνουν τήν πνευματική πορεία τῶν σύγχρονων πιστῶν καί ἐπιβουλεύονται τή σωτηρία τους.
Θά λέγαμε ὅτι ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι ἁπλά καί μόνο μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, δέν εἶναι μία πτώση, ἕνα λάθος, πού εἶναι ἀνθρώπινο καί φυσιολογικό νά συμβαίνει σέ κάθε πιστό, πού ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία του, ἀφοῦ κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος ἤ ἀλάνθαστος. Γι’ αὐτό καί ὅλες οἱ πτώσεις καί ὅλα τά ἁμαρτήματά μας συγχωροῦνται, ὅταν μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί συντριβή τά ἐναποθέσουμε στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μας, μέ τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Ὁ ὀρθολογισμός λοιπόν ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἁμαρτίας καί λειτουργεῖ ἀλλοιωτικά καί διαφορετικά, ὑποσκάπτοντας τά ἴδια τά θεμέλια καί οὐσιώδη τῆς πίστεως. Καταργεῖ τή σχέση, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν ἐλπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στά δικά μας λογικά συμπεράσματα, στίς ἀτομικές μας ἀντιλήψεις καί στήν ἀτομική μας νοοτροπία καί βιοθεωρία.Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ποὺ εἶναι τόσο κοντὰ στὴν ἀρχὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ἀποτελεῖ μία θαυμάσια εἰσαγωγὴ στὴν περίοδο αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία προετοιμαζόμαστε νὰ τιμήσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τὴ γιορτάσουμε ὡς νέα ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ στὴ φάτνη τῆς δικῆς μας καρδιᾶς. Διότι αὐτὴ ἀκριβῶς θὰ εἶναι ἡ χάρις τῶν Χριστουγέννων: νὰ γεννιέται ὁ Χριστὸς πάντοτε ὅλο καὶ περισσότερο μέσα μας, νὰ μᾶς μεταμορφώνει πάντοτε ὅλο καὶ περισσότερο ἐν Αὐτῶ στὰ μύχια της καρδιᾶς μας, ἔτσι ὥστε αὐτὴ ἡ παρουσία νὰ ἀκτινοβολεῖ σὲ ὅλο μας τὸ εἶναι καὶ σὲ ὅλη μας τὴ ζωή.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, 
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019


Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;
Λίγες ἑβδομάδες πρὶν ἀναχωρήσει ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἦταν καθισμένος στὴν καρέκλα μὲ τοὺς ὀροὺς στὰ χέρια. Μπαίνει κάποιος ἐπισκέπτης, τοῦ φιλάει τὸ χέρι καὶ τὸν ρωτᾶ:
-Τί γίνεσθε, Γέροντα;
-Γίνομαι, παιδί μου.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπισκέπτης δὲν κατάλαβε, συνέχισε:
-Ὡριμάζω!
Καὶ λίγες μέρες πρὶν κοιμηθεῖ, ἀπευθυνόμενος σὲ παρευρισκόμενο πνευματικοπαίδι του, τόνισε:
-Νὰξερες, Δ., πόσο λειαίνει τὸν ἀκατέργαστο Ἐπιφάνιο ὅλη αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία!
Οἱ πόνοι του ἦσαν φρικτοὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποτε:
- Ἄν νιώθατε ὅπως ἐγὼ τώρα ἔστω καὶ γιὰ 2 λεπτά, θὰ παρακαλούσατε τὸν Θεὸ νὰ σᾶς πάρει ἀμέσως! Καὶ στρεφόμενος πρὸς τὸν Κύριο: «Πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμὶ ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου».
Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες, λόγω τῶν φρικτῶν πόνων, τὶς πέρασε ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι. Δὲν μποροῦσε σὲ καμία ἄλλη θέση νὰ ἀνακουφισθεῖ.
-Παρακάλεσα, μᾶς εἶπε, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει ἄλλη μία θέση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μοῦ ἔδωσε. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του!
Τοῦ εἶπε κάποτε ἕνα πνευματικοπαίδι του -γιατρὸς- ποὺ προσπαθοῦσε ἐπὶ ὥρα νὰ τοῦ βρεῖ φλέβα:
—Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, Γέροντα, ποὺ σᾶς πονῶ, ἀλλὰ τὸ κάνω γιὰ τὸ καλό σας.
—Τὸ καταλαβαίνω, παιδί μου. Ἐμένα νὰ μὲ συγχωρεῖς ποὺ σὲ παιδεύω. Νὰ ξέρης ὅτι δὲν στενοχωροῦμαι γιὰ τὶς φλεβοκεντήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ στενοχωρεῖσαι ἐσὺ ποὺ δὲν βρίσκεις φλέβες.
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ρώτησε ἕνα πνευματικοπαίδι του:
—Παιδί μου, ἔχεις ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀναχωρήσεώς μου;
—Γέροντα, δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἐξοικειωθεῖ. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ξέρω εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη σας θὰ μᾶς συνοδεύει πάντοτε. Ἄλλωστε κι ἂν σᾶς καλέσει ὁ Θεός, σὲ σᾶς θὰ προστρέχουμε διὰ τῆς προσευχῆς.
—Αὐτό, παιδί μου, γίνεται μόνο μὲ τοὺς Ἁγίους.
—Γέροντα, κάποτε σᾶς εἶχα ρωτήσει ἂν μποροῦμε στὴν προσευχή μας νὰ ἐπικαλούμεθα τὶς πρεσβεῖες κάποιου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ συνείδησή μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἔχει βρεῖ παρρησία στὸν Θεὸ καὶ μοῦ εἴχατε ἀπαντήσει πὼς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι στὴν παράκλησή μας θὰ προτάσσουμε τὴ φράση «ἂν ἔχεις παρρησία στὸν Θεό».
—Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.
—Γέροντα, ἄν.
—Σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.
—Μά, Γέροντα, οὔτε μὲ τὸ ἄν;
—Καλά… Ἂν εἶναι μὲ τὸ ἄν…
—Καλά, Γέροντα, δὲν φοβάσθε τὸ θάνατο; τὸν ρώτησε ἀπορημένο κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμήσεως του καθόριζε ὁ ἴδιος τὰ τῆς κηδείας του (ἀγγελτήρια, νεκρώσιμο ἀκολουθία κ.λπ.) τόσο ἀπαθῶς σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν κηδεία κάποιου ἄλλου.
—Ὄχι, δὲν τὸν φοβᾶμαι καθόλου τὸν θάνατο. (Μικρὴ παύση.) Καὶ δὲν τὸν φοβᾶμαι, ὄχι βέβαια ἕνεκα τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
—Γέροντα, μὴ λέτε τέτοια πράγματα τώρα!, τοῦ εἶπε κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν τὸν ἄκουσε νὰ καθορίζει τὰ τῆς κηδείας του.
Καὶ αὐτὸς μὲ ἑτοιμότητα:
—Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019


Ὁ πλούσιος νεανίας
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δὲν εἶναι μόνο φοβερό, κάποιες φορὲς μοιάζει τρομακτικὸ νὰ κηρύττεις τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀπό τὰ λόγια σας θὰ κριθεῖτε».
Θὰ κριθεῖτε, γιατὶ κηρύττετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μένετε ἀργοὶ κι ὄχι δραστήριοι, σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει προστάξει καὶ σ’ ὅ,τι ξέρετε ἀρκετὰ καλὰ γιὰ νὰ κηρύξετε σὲ ἄλλους, τότε – πῶς, θὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ; Κι αὐτὸ ταιριάζει ὄχι μόνο σὲ ἱερεῖς, ἀλλὰ σὲ κάθε χριστιανό, ποὺ κλήθηκε νὰ γίνει μάρτυρας, ἀπόστολος, κάποιος ποὺ φέρει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται στὸ σκοτάδι ἤ στὸ ἡμίφως, ποὺ χρειάζεται τὸ θεῖο φῶς, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς προκαλεῖ τόσο ἔντονα.
Ξεκινάει μὲ λέξεις ποὺ μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους: «Ἀγαθὲ Κύριε – τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω τὴν αἰώνια ζωή;». Καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ: «Τί μὲ λέγεις “ἀγαθό”; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός». Δὲν λέει: «Εἶσαι λάθος». Δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ὀνομάσει ἀγαθό, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐκ τούτου, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν, σ’ αὐτούς ποὺ ἔχουν καρδιὰ ἱκανή νὰ διακρίνουν τὴν ἀνυπέρβλητη καλωσύνη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ἀνθρώπινη καλωσύνη, ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὀμορφιὰ καὶ ἀλήθεια- εἶναι μιὰ μαρτυρία. Ναί, μιλᾶς στὸν Θεὸ σου, εἶναι ὁ Θεὸς σου ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση σου.
Καὶ τότε ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποδεικνύει δύο σημεῖα. Τὸ ἕνα εἶναι: ἄν ἐπιθυμεῖς τὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς Ἐντολές. Οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο κανόνες συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὅπως ἕνας ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς τὸ λέει, πρέπει νὰ εἶναι τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Θὰ πρέπει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς Ἐντολές· ὄχι γιατί μᾶς τὸ προστάζουν ἐξωτερικὰ, ἀλλά ἐπειδὴ ἔχουμε δεθεί μ’ αὐτὲς μὲ δεσμὰ ἀληθείας· ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεός μᾶς τὸ εἶπε, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι ἀπαντᾶμε, «Ἀμήν»! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Ὅταν ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς θυμίζει αὐτὲς τὶς Ἐντολές- πού βρισκόμαστε ἐμεῖς; Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἶναι πιστὸς σὲ κάθε λέξη αὐτῆς τῆς μικρῆς λίστας ποὺ ὑποδεικνύει αὐτὰ χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Ποῦ στεκόμαστε; Ἐγώ, ποὺ εἶμαι κήρυκας, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς, γιατί εἶναι τὸ ἴδιο ὑπεύθυνο νὰ ἀκοῦς, ὅσο καὶ τὸ νὰ μιλᾶς. Πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε – ὅπως ὁ νέος ἄνδρας, καὶ μὲ τόσο μικρὴ ἀφορμὴ -ἐπιθυμοῦμε τὴν τελειότητα; Θέλουμε τὴν τελειότητα χωρὶς νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῶν Ἐντολῶν.
Ἀλλὰ ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ἀρκετά καθαρά: «Ἄν θέλεις τελειότητα – δῶσε ὅλη τὴν περιουσία σου». Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε∙ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει συσσωρευμένους θησαυρούς στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά, στὴν ψυχή του, πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ σημαντικά γι’ αὐτὸν ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὑλικό, ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός του. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἄς στραφεῖ μέσα του κι ἄς ἀναρωτηθεῖ: «Ποιός εἶναι ὁ δικός μου ἰδιαίτερος θησαυρός;» Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ δὲν θὰ πέταγα ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὸν Θεό;»
Ἄς μὴν θέτουμε τὰ πράγματα μ’ ἕνα τόσο σκληρὸ τρόπο, ἀλλά ἄς ἀγκαλιάσουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο πολύτιμα γιὰ ἐμᾶς, κι ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μποῦμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ φθάσουμε τὴν τελειότητα∙ νὰ γίνουμε μ’ ὅλο μας τὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ κληθήκαμε νὰ γίνουμε, αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε ὅταν μᾶς ἔπλασε- καὶ δὲν ἔχει γίνει ἀλήθεια.
Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ λέει, «Ἔχω μόνο ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον σου – ξέχασες τὴν πρώτη σου ἀγάπη». Καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη ἀγάπη πράγματι εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Ζωντανὸς Θεός, τὸν ὁποίο ὀνομάζουμε μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους: μπορεῖ νὰ Τὸν ὀνομάζουμε «ζωή», μπορεῖ «τελείωση», μπορεῖ «εὐτυχία», μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν πληρότητα τοῦ εἶναι μας. Κάποιες φορὲς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μόνο στὸν Θεὸ εἶναι ἐφικτό, κάποιες φορὲς φανταζόμαστε ὅτι μποροῦμε νὰ μεγαλώσουμε ἀπὸ μόνοι μας – ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη μας ἀγάπη: τὸ νὰ ὡριμάσουμε ὅσο ὁ Θεὸς ἤθελε γιὰ ἐμᾶς.
Καὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τὶς Ἐντολὲς γιατί σκεφτόμαστε, ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μ’ ἕναν ἁπλὸ τρόπο· καὶ δὲν ἀποχωριζόμαστε ὅλα ὅσα ἔχουμε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχτεῖ ἐμᾶς καὶ τὸ φορτίο μας.
Ἄς συλλογιστοῦμε αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν εἶναι μόνο μιὰ παραβολή, εἶναι κάτι ποὺ συνέβη στὸ νέο ἄνδρα. Συμβαίνει σ’ ὅλους μας, ὅταν ὁ Θεὸς λέει «Εἶσαι πιστὸς στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ σοῦ ἔχω δώσει μὲσα ἀπὸ τὶς ἐντολές μου, στοχεύοντας σ’ αὐτὲς ὅπως κάποιος σημαδεύει ἕναν δρόμο; Θέλεις νὰ πετύχεις τὴν πληρότητα – ξεκίνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο». Κι ἄν ἀνησυχεῖς, ἄν εἶσαι πιστὸς σ’ αὐτά, τότε κάνε στὸν ἑαυτό σου τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση: ποιός εἶναι ὁ θησαυρὸς τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ἀφήσω, ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή;
Ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κι ἔφυγε λυπημένος. Εἶχε ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλά ἔχουμε τόσα πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ὑλικά, ἀλλὰ εἶναι τὸ φορτίο, τὰ δεσμά μας.
Καὶ ἔπειτα σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία ἕνα πράγμα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τόση ἐλπίδα. Ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει τὸν νέο ἄνδρα· τὸν ἀφήνει νὰ φύγει χωρίς οὔτε μία λέξη κατηγορίας, γιατὶ ὅ,τι εἶπε ἦταν ὅπως ἕνας σπόρος σπαρμένος στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου. Τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μὲ πληγωμένη καρδιά, προβληματισμένο, καλώντας τον νὰ γίνει ὁ ἑαυτός του μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἠρωϊκῆς θέλησης καὶ παραδοχῆς, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε, νὰ τ’ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ποῦ; Ἀπὸ τὴν μιὰ στὸν δρόμο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς λέει «Ἀκολουθεῖστε με», δὲν μᾶς καλεῖ νὰ βαδίσουμε ἕνα τρομακτικό, σκοτεινὸ δρόμο· λέει: «Ἐγὼ ἔχω περπατήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, ξέρω κάθε στροφή του- μπορεῖς μὲ ἀσφάλεια νὰ τὸν ἀκολουθήσεις!». Εἶναι σὰν τὸν καλὸ βοσκὸ ποὺ βαδίζει μπροστὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα του, ἀντιμετωπίζει ὅλους τοὺς κινδύνους ὁ ἴδιος γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὲς τὸ ποίμνιο του».
Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε σπίτι ὅπως ὁ νέος, ἴσως λυπημένοι, γιατὶ οὔτε «φυλάξαμε τὶς Ἐντολές» οὔτε εἴμαστε ἱκανοὶ ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὴν πιὸ πολύτιμη περιουσία μας: ἀλλὰ θυμηθεῖτε – δὲν εἴμαστε καταδικασμένοι, ἔχουμε μπροστά μας μιὰ τελικὴ ἐπιλογή, κι ὅσο μποροῦμε ν’ ἀγωνιζόμαστε σ΄αὐτὴ τὴν γῆ – ὑπάρχει χρόνος.
Ἀλλὰ ἄς μὴν πλανιόμαστε ἀπὸ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου: ὁ Χρόνος κυλᾶ, ὁ χρόνος φεύγει- ἄς μὴν εἴμαστε τόσο ἀργοὶ, ἄς στραφοῦμε στὴν ζωή, κι ἄς γίνουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ γίνουμε.
Ἡ ἀπάντηση στὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ξεκάθαρη – «Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι δυνατὸν, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, καὶ τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἐμᾶς. Ἀμήν.
Μητροπολίτης Σουρὸζ Ἀντώνιος

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019


Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (2)
Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς Θεοτόκου, νὰ μετάσχουμε σ’ αὐτό, καὶ ἔτσι νὰ προετοιμαστοῦμε μαζί της γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλουμε νὰ κάνουμε ἀκριβῶς ὅπως κι αὐτή, νὰ εἰσέλθουμε στὸν ναό, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱερὴ ἔρημο τῶν Γραφῶν, μακριὰ ἀπὸ ὅλες τὶς μέριμνες καὶ ὅλες τὶς ἔγνοιες τοῦ κόσμου.
Ἀσφαλῶς, δὲν γίνεται νὰ μὴ σκεπτόμαστε τὰ γήινα· πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦμε καὶ μὲ αὐτὰ σὲ κάποιο βαθμό, ἀναλόγως τῶν καθηκόντων καὶ τῶν ρόλων ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἀσκοῦμε μέσα στὴν κοινότητά μας. Δεν πρέπει, ὅμως, ἡ σκέψη μας νὰ εἶναι ἀνήσυχη καὶ ταραγμένη. Ὅλα αὐτά, ἡ μέριμνα, ἡ ἀνησυχία, ὁ πανικός, εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἐσωτερικὴ προσοχὴ ἡ ὁποία μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀσχολίες μας δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδιο, μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὅτι δὲν μεταβάλλονται σὲ ἀγωνιώδεις μέριμνες.
Ὅλες τὶς σκέψεις μας, ὅλες τὶς ἐσωτερικές μας στάσεις πρέπει νὰ τὶς ζωογονεὶ η πίστη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό· αὐτὴ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ καθήκοντα στὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀφιερώσουμε χρόνο, τὰ ἀπαραίτητα ἔργα μας, καὶ ταυτόχρονα νὰ τὰ ἐπιτελοῦμε χωρὶς ἀνησυχία, χωρὶς ταραχή, χωρὶς αὐτὸ νὰ μᾶς ἀναστατώνει, χωρὶς νὰ γίνεται ἐμπόδιο στὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ προσοχή, ἡ ὁποία εἶναι τόσο οὐσιώδης, τὸ οὐσιῶδες της μοναστικῆς μας ζωῆς.
Ναί, ἔτσι ὀφείλουμε νὰ εἰσερχόμαστε στὸν ναὸ τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ γίνεται αὐτὴ ὅλο καὶ περισσότερο ναὸς τοῦ Κυρίου. Εἰσέρχομαι στὸν ναὸ τῆς καρδιᾶς δὲν σημαίνει μόνο νὰ ἀποφεύγω τὴν ἐσωτερικὴ ἀνησυχία, ἀλλά -καὶ ἀπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀρχίσουμε- νὰ ἀποφεύγω ὅ,τι εἶναι περιέργεια, ὅ,τι εἶναι περισπασμός, ὅ,τι χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀπληστία νὰ δῶ, νὰ ἀγγίξω, νὰ ἀκούσω καὶ νὰ γευθῶ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα. Νὰ τὰ ἀποφεύγω, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ εἶμαι προσεκτικὸς στὴν ἐσωτερικὴ παρουσία τοῦ Κυρίου, στὴν κίνηση αὐτὴ τῆς καρδιᾶς μου ποὺ μὲ φέρνει πρὸς Αὐτὸν ὁ Ὁποῖος βρίσκεται στὰ βάθη της, ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Τὸν ἔχει ἐγγράψει ἐκεῖ. Καὶ ὁ Ὁποῖος μᾶς διαφεύγει, στὸν βαθμὸ ποὺ γινόμαστε ὑπερβολικὰ ἐξωστρεφεῖς.
Ναί, στὴ διάρκεια τῆς προπαρασκευαστικῆς αὐτῆς περιόδου γιὰ τὰ Χριστούγεννα, τὸ σημαντικὸ δὲν εἶναι ἡ νηστεία· πρέπει ἀσφαλῶς νὰ συνδυάζεται, ἀλλὰ μόνο γιὰ νὰ βοηθᾶ νὰ μετέχει καὶ τὸ σῶμα μας, ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, στὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ στάση, ἡ ὁποία εἶναι καὶ τὸ οὐσιῶδες.
Ναί, αὐτὲς τὶς εὐλογημένες μέρες ἂς εἴμαστε προσεκτικοὶ στὸ νὰ μπαίνουμε ἔτσι στὸν ναὸ αὐτὸ τῆς καρδιᾶς μας, στὴν ἱερὴ αὐτὴ ἔρημο, θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, χωριζόμενοι ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου, μὲ τὴν κακὴ ἔννοια τῆς λέξης. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ καθοδηγούμαστε πράγματι ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ φῶς τοῦ Κυρίου πρὸς συνάντησή Του, τὴν ὁποία θὰ ἑορτάσουμε τὰ Χριστούγεννα. «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς».
Αὐτῷ ἡ δόξα, σὺν τῷ ἀϊδίῳ Αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
π. Πλακίδας Deseille

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019


Τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου (1)
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς Θεοτόκου, νὰ μετάσχουμε σ’ αὐτὸ καὶ ἔτσι νὰ προετοιμαστοῦμε μαζί της γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ὀφείλουμε νὰ κάνουμε ἀκριβῶς ὅπως κι αὐτή, νὰ εἰσέλθουμε στὸν ναό, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱερὴ ἔρημο τῶν Γραφῶν, μακριὰ ἀπὸ ὅλες τὶς μέριμνες καὶ ὅλες τὶς ἔγνοιες τοῦ κόσμου.
Ὁ καιρὸς τῆς προετοιμασίας
Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ποὺ εἶναι τόσο κοντὰ στὴν ἀρχὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς τῶν Χριστουγέννων, ἀποτελεῖ μία θαυμάσια εἰσαγωγὴ στὴν περίοδο αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία προετοιμαζόμαστε νὰ τιμήσουμε τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τὴ γιορτάσουμε ὡς νέα ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ στὴ φάτνη τῆς δικῆς μας καρδιᾶς. Διότι αὐτὴ ἀκριβῶς θὰ εἶναι ἡ χάρις τῶν Χριστουγέννων: νὰ γεννιέται ὁ Χριστὸς πάντοτε ὅλο καὶ περισσότερο μέσα μας, νὰ μᾶς μεταμορφώνει πάντοτε ὅλο καὶ περισσότερο ἐν Αὐτῶ στὰ μύχια της καρδιᾶς μας, ἔτσι ὥστε αὐτὴ ἡ παρουσία νὰ ἀκτινοβολεῖ σὲ ὅλο μας τὸ εἶναι καὶ σὲ ὅλη μας τὴ ζωή.
Ἡ Παρθένος Μαρία προετοιμάστηκε τόσο θαυμαστὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν ρόλο της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Παιδὶ ἀκόμη, εἰσέρχεται στὸν Ναό, αὐτὴ ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, ὁ ἀληθὴς τόπος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων· εἰσέρχεται στὸν Ναὸ αὐτὸν ποὺ ἦταν χειροποίητος, ἀλλὰ προεικόνιζε, ἀνήγγελλε ἀκριβῶς τὴν ὁριστικὴ κατοικία τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀχειροποίητη αὐτή, ἡ ὁποία θὰ σηματοδοτοῦσε τὸν χρόνο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸν χρόνο στὸν ὁποῖο ζοῦμε.
Καμία, ἴσως, εὐαγγελικὴ περικοπὴ δὲν θὰ ταιρίαζε καλύτερα στὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀπὸ τὴν περικοπὴ ποὺ διαβάζουμε κατὰ παράδοση σὲ ὅλες τὶς Θεομητορικὲς ἑορτές, αὐτὴ περὶ τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὴ Μαρία, ἀδελφὴ τῆς Μάρθας καὶ τοῦ Λαζάρου, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ἀναγνώσματος ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόμαστε ἔντονα τὴ διάκριση μὲ τὴν ὁποία αὐτὴ περιβάλλει καθετὶ ποὺ ἀφορᾶ στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Δὲν μιλᾶ ἐδῶ γι’ αὐτὴν παρὰ ὑπὸ τὸ πέπλο κάποιας ποὺ τῆς ἔμοιαζε, ποὺ ἔφερε τὸ ἴδιο ὄνομα, σὰν μέσα ἀπὸ ἕνα πέπλο σιωπῆς. Ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν τὸ καλύτερο, τὸ μόνο μέσο, γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ κάτι τὸ ἄρρητο.
Ἡ Θεοτόκος ἔζησε πάντοτε μέσα στὴν ἀφάνεια. Μέσα στὰ Εὐαγγέλια διατηρεῖ αὐτὴ τὴν ἀφανῆ θέση. Δὲν μιλοῦν πολὺ γι’ αὐτήν. Μόνο μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν εἰκόνα τῆς Μαρίας τῆς Βηθανίας ποὺ κάθεται στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, μεταφέρεται ὁ νοῦς μας στὴν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ: σ’ αὐτὴν τὴν ἀκρόαση, ἀκρόαση ποὺ συναινεῖ στὸν λόγο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Χριστὸς σαρκώθηκε μέσα της. Μὲ τὴν ἀπάντησή της στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μπόρεσε νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ ἀνήκουστο μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως, νὰ γεννηθεῖ ὁ Λόγος ἀνάμεσά μας.
Ναί, καὶ σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν χρόνο τῆς προετοιμασίας, ποὺ μᾶς θυμίζει ἡ σημερινὴ ἑορτή, ἡ Θεοτόκος καθόταν ἤδη στὰ πόδια τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔπρεπε νὰ μελετᾶ, νὰ ἀναλογίζεται, νὰ ἐσωτερικεύει τὶς Γραφὲς διὰ τῶν ὁποίων οἰκειοποιοῦνταν ὅλη τὴν προσμονὴ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὅλη τὴν ἐπιθυμία του γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Καλοδεχόταν αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία, τὴ ζοῦσε βαθιὰ μὲ ὅλη ἐκείνη τὴν πτωχεία ποὺ ἀποτελοῦσε ἔκφραση τῆς ψυχῆς της, τὴν πτωχεία τῷ πνεύματι ποὺ συνιστοῦσε ἡ ἀφάνειά της, μὲ ὅλη ἐκείνη τὴν παραίτηση ἀπὸ κάθε αὐτοεπιβεβαίωση, μὲ τὴν ἀποταγὴ ἐκείνη ποὺ τῆς ἐπέτρεπε νὰ δέχεται τὸν λόγο καὶ νὰ συναινεῖ, καὶ ἔτσι νὰ προετοιμάζεται γιὰ τὴν ὑπέρτατη συγκατάθεση ποὺ θὰ ἔδινε τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
π. Πλακίδας Deseille

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019



Ἡμερολόγιο πολέμου (2)
Κανεὶς δὲν σκέπτεται αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅτι ὁ ἐχθρὸς εἶναι δέκα φορὲς ἰσχυρότερος, ὅτι ὁ θάνατος κρέμεται ἀπὸ πάνω μας μέσα σ’ αὐτὸν τὸν λαμπρὸ οὐρανό. Αἰσθάνομαι μία μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν ἑλληνικὸ λαό, μία ἀγάπη γεμάτη ἀλληλεγγύη, στοργὴ καὶ ἀντρικὴ ἐκτίμηση. Εἶναι ἕνας ὄμορφος, λεβέντικος, εὐγενικὸς καὶ ἔξυπνος λαός, εἶναι ἕνας λαὸς ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁρισμένους μεγάλους λαοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἀσφαλῶς πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ξιπασμένους, ποὺ ξεκίνησαν σήμερα νὰ μᾶς κατακτήσουν.
Μοῦ κάνει ἐντύπωση πὼς ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις τῆς Ἀθήνας σήμερα, ἀκόμα καὶ οἱ ἐκδηλώσεις ποὺ ἔχουν ἕνα τόνο μίσους καὶ βίας, γίνονται μὲ κάποιο ὕφος αὐθόρμητης εὐγένειας, μὲ κάποια ἀξιοπρέπεια, μὲ κάποιον ὀρμέφυτο πολιτισμό, ποὺ ἀπεχθάνεται τὴ χυδαιότητα. Στὶς κρίσιμες ὧρες οἱ Ἕλληνες βρίσκουν τὸν πιὸ ἀληθινὸ ἑαυτό τους, ἐνῶ στὶς ὁμαλὲς περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνὰ νὰ τὸν ξεχνοῦν!
Ἐπιστρέφω στὸ γραφεῖο ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα, ἀφοῦ συναντῶ στὴν ὁδὸ Σταδίου ἕνα σωρὸ φίλους, τὸν Κατσίμπαλη, τὸν Δημαρά, τὸν Σεφέρη, τὸν Ἐλύτη καὶ ἄλλους.
Στὸν δρόμο μὲ βρίσκει συναγερμός. Δὲν κάνει αἴσθηση σὲ κανέναν, ὁ κόσμος περιδιαβάζει σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα, ψάχνει νὰ δεῖ τὰ ἀεροπλάνα στὸν οὐρανό. Ὅταν φτάνω στὸ γραφεῖο, ἀντηχοῦν τὰ πρῶτα ἀντιαεροπορικὰ πυρά, ποὺ μοιάζουν πολὺ κοντινά. Κατεβαίνει ὅλη ἡ πολυκατοικία στὸ καταφύγιο.
Ξαναβγαίνω σὲ λίγο καὶ συναντῶ τὸν Σαραντίδη καὶ τὸν Βακαλόπουλο. Ὁ τελευταῖος συγκρίνει τὴν ἐορτάσιμη ὄψη τῆς Ἀθήνας μὲ τὴν ὄψη ποὺ εἶχε τὸ Παρίσι τὴ μέρα ποὺ ἡ Γαλλία κήρυξε τὸν πόλεμο καὶ μιλᾶ γιὰ τὴν κατήφεια καὶ τὴ μελαγχολία τῶν Γάλλων. Ὕστερα συναντῶ τὸν διπλωμάτη Νικολαρεΐζη, ποὺ μόλις ἔφτασε ἀπὸ τὸ Ἀργυρόκαστρο, ὅπου ἦταν ὑποπρόξενος. Μοῦ κάνει λόγο γιὰ τὴ στρατιωτικὴ κατάσταση στὴν Ἤπειρο, γιὰ τὸ χαμηλὸ ἠθικὸ τῶν Ἰταλῶν, γιὰ τὸ ἐξαίρετο ἠθικὸ τῶν δικῶν μας. Στὸν δρόμο ξανὰ συναγερμός, ἀντιαεροπορικὰ πυρὰ κλπ. Πηγαίνω στὸ σπίτι, προσπαθῶ νὰ διαβάσω Σολωμό, ἐνῶ ἀντηχεῖ ξανὰ συναγερμός. Κλείνω τὸ βιβλίο, ἀλλὰ μένω στὸ δωμάτιό μου καὶ δὲ συλλογίζομαι νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ προφυλαχτῶ.
Ἀργότερα περιδιαβάζω στὴν Ἀθήνα, παρακολουθῶ τὴν κίνηση τῶν ἐπιστράτων, ποὺ πηγαίνουν συνεχῶς νὰ καταταγοῦν. Γελοῦν, φλυαροῦν, χειρονομοῦν ζωηρά. Ὡς τὶς 5 μ.μ. περίπου ποὺ φεύγω γιὰ τὴν Κηφισιά, ἡ Ἀθήνα διατηρεῖ τὴν ἑορτάσιμη ὄψη της.
Τὸ βράδυ ἐπικράτησε μαυρίλα καὶ ἡσυχία βαριά. Παράξενη ἡσυχία. Περίμενα ὅτι θὰ εἶχαν συμβεῖ περισσότερα γεγονότα. Στὴν Πάτρα σκότωσαν τὰ ἀεροπλάνα ἀρκετὸ κόσμο καὶ ἐξάλλου ἔχομε καὶ τὴ νύχτα μπροστά μας. Ἂν ζήσομε, θὰ ἔχομε νὰ διηγούμαστε ἐνδιαφέρουσες ἱστορίες…
Γιῶργος Θεοτοκᾶς

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019



Ἡμερολόγιο πολέμου (1)
Κηφισιά, Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940.
Ξυπνῶ μὲ τὶς καμπάνες, ποὺ σημαίνουν τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου καὶ τὸν πρῶτο συναγερμό. Ὁ ὡραιότατος καιρός, οἱ καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ἰδιαίτερη, κάποια ἔξαψη, ποὺ αἰσθάνομαι ἀμέσως τριγύρω μου, στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὰ ἄλλα σπίτια καὶ στοὺς κήπους, ὅλα αὐτὰ προσδίδουν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὴν ἡμέρα, ποὺ ἀρχίζει μία ὄψη ἐορτάσιμη, πανηγυρική. Ἡ πρώτη μου σκέψη εἶναι: “Τὸ μεσημέρι, τὸ ἀργότερο, θὰ ἔρθουν τὰ ἀεροπλάνα νὰ μᾶς βομβαρδίσουν”.
Ξεκινῶ γιὰ τὴν Ἀθήνα νωρίτερα ἀπὸ τὴ συνηθισμένη μου ὥρα. Στὸ δρόμο, ἐνῶ πηγαίνω πρὸς τὸν Πλάτανο νὰ πάρω τὸ λεωφορεῖο, μὲ συνοδεύει μία γριὰ προσφυγίνα, μαγείρισσα σὲ κάποιο σπίτι, ποὺ τρέχει νὰ πάει στὸν Πειραιὰ νὰ δεῖ τί γίνονται τὰ παιδιά της. Εἶναι πανικόβλητη, μοῦ μιλᾶ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Σμύρνης, γιὰ τὰ πτώματα στοὺς δρόμους.
Στὸ λεωφορεῖο διαβάζω τὴν ἐφημερίδα καὶ ξεχνιέμαι. Οἱ ἐπιβάτες μιλοῦν γιὰ τὸν πόλεμο μὲ πολλὴ ψυχραιμία καὶ κάποτε μὲ εὐθυμία.
Μετὰ τοὺς Ἀμπελόκηπους, μπαίνοντας στὴν Ἀθήνα, ἀντικρίζω τὴν πρώτη πολεμικὴ εἰκόνα καὶ αἰσθάνομαι τὴν πρώτη συγκίνηση τῆς ἡμέρας. Μία στρατιωτικὴ μονάδα φεύγει ἀπὸ τὰ Παραπήγματα. Οἱ στρατιῶτες εἶναι ἄοπλοι. Εἶναι πολὺ νέοι καὶ καλὰ ντυμένοι. Γελοῦν, τραγουδοῦν, κάνουν σὰν παιδιά, ποὺ ξεκινοῦν καὶ πορεύονται σὲ μία εὐχάριστη ἐκδρομή. Μὲς στὸ λεωφορεῖο μία γυναίκα ξαφνικὰ ἀρχίζει νὰ κλαίει μὲ λυγμούς, μία ἄλλη κλαίει κρυφά, στρέφει τὸ πρόσωπό της πρὸς τὰ ἔξω, γιὰ νὰ μὴν τὴ δοῦν.
Φτάνω στὸ γραφεῖο καὶ ὕστερα βγαίνω στὴν ὁδὸ Βουκουρεστίου. Παντοῦ ὑπάρχει μία κίνηση ἀσυνήθιστη, ἀλλὰ τίποτε ποὺ νὰ μοιάζει μὲ φόβο. Ὁ κόσμος εἶναι γενναῖος καὶ εὔθυμος, πηγαινοέρχεται στοὺς δρόμους, συζητεῖ μὲ θέρμη, ἀλλὰ χωρὶς ὑπερβολικὴ νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω ὅλη τὴν ἀπάθειά μου, ποὺ εἶχε θαρρεῖς κλονιστεῖ γιὰ μία στιγμὴ στὸ λεωφορεῖο. Αἰσθάνομαι ὅτι ἀνήκω σ’ ἕνα σύνολο, ποὺ δὲν ἔχασε τὴν αὐτοπειθαρχία του. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ μοῦ γεννᾶ κάποια ὑπερηφάνεια.
Στὴ γωνία Βουκουρεστίου καὶ Σταδίου μία ἀρκετὰ μεγάλη διαδήλωση νέων ἔχει ἐπιτεθεῖ στὰ γραφεῖα τῆς ἰταλικῆς ἀεροπορικῆς ἑταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τὶς πόρτες, μπαίνουν μέσα καὶ τὰ σπάζουν ὅλα, γεμίζουν τὸ δρόμο μὲ συντρίμμια καὶ χαρτιά. Τὸ νεανικὸ πλῆθος φωνάζει καὶ γελᾶ. Αἰσθάνομαι ὅτι μοῦ μεταδίδει τὸν ἐνθουσιασμό του, φωνάζω καὶ ἐγὼ καὶ γελῶ.
Σιγά-σιγὰ ἡ Ἀθήνα παίρνει τὸ ὕφος τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἑορτῶν, κάτι ποὺ θυμίζει λ.χ. τὰ Ἑκατόχρονα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ πιὸ αὐθόρμητα, πιὸ νεανικά. Καιρὸς θαυμάσιος, καταγάλανος οὐρανός. Πλήθη νέων ἔχουν χυθεῖ στοὺς κεντρικοὺς δρόμους μὲ λάβαρα, σημαῖες, δάφνες, μουσικές. Ὁ κόσμος συμμετέχει σ’ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, χειροκροτεῖ, ζητωκραυγάζει. Εἶχα πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια νὰ δῶ τέτοιον ἐνθουσιασμὸ στὴν Ἀθήνα. Αἰσθάνεται κανεὶς ἕνα πάθος μὲς τὸν ἀέρα, ἕνα φανατισμό, μία λεβεντιά. Ξύπνησε τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο, εἶναι κάτι ὡραῖο. Καὶ μία τέλεια ἐθνικὴ ἑνότητα. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου, ποὺ αἰσθάνομαι τέτοια ὁμόνοια νὰ βασιλεύει στὸν τόπο.
Γιῶργος Θεοτοκᾶς

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019



Ἡ πίστη ποὺ σώζει
Εἶναι λυπηρό. Ὁμως σήμερα ὑπάρχουν χριστιανοί, πού ἁπλά δέν γνωρίζουν τί σημαίνει νά πιστεύεις στό Χριστό, ἀλλά καί ἔχουν μία ἐντελῶς συγκεχυμένη ἀντίληψη γιά τήν πίστη στόν Ἕνα καί μοναδικό Σωτήρα καί Θεό, τόν Χριστό.
Λένε:
-Γιατί ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιμένετε ὅτι ἔχετε τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀληθείας;
–Γιατί τάχα, μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι θά σωθοῦν;
–Ἀνάμεσά μας ὑπάρχουν τόσοι καλοί ἄνθρωποι! Καί Μωαμεθανοί, καί Βουδδιστές, καί χριστιανοί ἄλλων ὁμολογιῶν, ἀκόμη καί ἄθεοι. Στέκει νά θέλεις νά τούς στείλεις ὅλους αὐτούς στήν κόλαση;
Μία τέτοια σκέψη, φαίνεται να εἶναι καί σωστή καί τετραγωνικά λογική. Εἶναι ὅμως;
Ἄς τό ἐξηγήσωμε μέ λόγια ἁπλᾶ. Γιατί, ἐπάνω σέ ἕνα τέτοιο σοβαρό θέμα, δέν πρέπει νά ἔχωμε συγκεχυμένες ἰδέες. Λοιπόν. Σημασία δέν ἔχει, τί λέει ὁ καθένας, ἀλλά τί λέει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία.
Χριστιανοί! Προσέξτε! Κάνετε ὡραῖες σκέψεις καί συλλογισμούς! Ἀλλά χωρίς νά ξέρετε, τί εἶναι ἡ σωτηρία· γιατί εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωτηρία· καί γιατί ἡ μόνη ὁδός πρός τόν Θεό καί τήν σωτηρία εἶναι ὁ Χριστός· μόνο ὁ Χριστός!
Σωτηρία εἶναι ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό· ἡ ἀποκατάσταση ἐπικοινωνίας μαζί Του. Ἡ σωτηρία εἶναι κάτι πού μάς ἐνδιαφέρει ὅλους. Ὅλους τούς λαούς· ὅλους τούς ἀνθρώπους· ἐνάρετους καί ἁμαρτωλούς! Ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ μιλώντας γιά τόν ἑαυτό του, λέγει: «θά κατεβῶ στό παιδί μου στόν Ἅδη». Το λέγει γιατί τότε, πρίν ἔλθει ὁ Χριστός, ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, μετά τό ἐπίγειο ταξίδι τους, κατέληγαν στόν Ἅδη. Τόσο λίγη ἀξία εἶχαν τότε τά «καλά» τους ἔργα! Μόνα τους χωρίς τήν χάρη πού παίρνουμε, ἀπό τό βάπτισμα καί ἀπό τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν κάποτε οἱ Ἰουδαῖοι ρώτησαν τόν Χριστό: «τί πρέπει νά κάνουμε, γιά νά ἐκτελοῦμε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Καί ὁ Χριστός τούς ἀπάντησε: «Τό μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι νά πιστεύετε σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός Πατέρας μᾶς ἔστειλε». Δηλαδή:
Ἡ μόνη ἐγγύηση, ἡ μοναδική ὁδός γιά τήν σωτηρία εἶναι ἡ σωστή πίστη σέ Ἐκεῖνον, πού ὁ Θεός ἔστειλε στόν κόσμο δηλαδή, τόν Υἱόν – τόν Χριστό.
Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, νά εἴμαστε «καλοί» ἄνθρωποι. Καί ἄν ἄνθρωποι μεγάλοι καί φωτισμένοι, κατέβαιναν τότε στόν Ἅδη, πῶς εἶναι δυνατόν ἐσύ, νά θέλεις νά σωθῆς χωρίς πίστη καί ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό; Και πῶς τολμᾶς καί ψάχνεις νά βρεῖς, ἄν καί οἱ μουσουλμάνοι θά σωθοῦν; Ἐπειδή ἁπλά σοῦ φαίνονται «καλοί»; Χωρίς ποτέ νά ἔχουν πιστεύσει στόν Ἕνα καί Μοναδικό Σωτήρα καί Λυτρωτή;
Ἄς κάμουμε, λοιπόν, φροντίδα μας νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Γιατί σωτηρία χωρίς Αὐτόν, μόνο χάρη σέ μερικές «καλές» πράξεις, δεν γίνεται.
Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019



Περὶ προσώπου ἀντιλήψεις καὶ συνέπειες (1)
Ἡ συζήτηση γιά τίς ἀντιλήψεις ὁρισμένων σύγχρονων θεολόγων γιά τό πρόσωπο στόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πιό συγκεκριμένα, γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου, μπορεῖ ἀπό ὁρισμένους νά θεωρεῖται ἀπαξιωτικά ὡς ἀνούσια «θεολογική γυμναστική», δηλαδή ὡς συζήτηση χωρίς ποιμαντικό ἀντίκρισμα, δυστυχῶς ὅμως οἱ ἀπόψεις γιά τίς ὁποῖες γίνεται λόγος ἔχουν στενή σχέση μέ τραγικές πτυχές τῆς καθημερινότητας. Γιά παράδειγμα: ἡ σύνδεση τῆς θέλησης μέ τό πρόσωπο καί ὄχι μέ τήν φύση, μπορεῖ γιά τόν πολύ κόσμο νά εἶναι μιά ἄσχετη μέ τήν ζωή του καί ἀκατανόητη διανοητική κατασκευή, ὅμως ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ἕνα πολύ ἰσχυρό ὑπερασπιστικό μέσο γιά τούς αὐτουργούς καί συνεργούς πράξεων ἐναντίον τῆς ζωῆς, πού ἐνεργοῦνται, κάτω ἀπό τό προστατευτικό πέπλο τῶν ἀπόρρητων προσωπικῶν δεδομένων, σέ κάποιες κλινικές πού ἔχουν ὡς ἔργο τήν διακονία τῆς ζωῆς.
Τίθενται ἐρωτήματα τοῦ τύπου: Τό ἔμβρυο εἶναι πρόσωπο; Γιά νά εἶναι πρόσωπο πρέπει νά ἔχη δική του θέληση, ὁπότε καί «δικαιώματα καί συμφέροντα». Δικαιώματα καί συμφέροντα δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν, ἄν δέν ὑπάρχη θέληση.
Δέν εἶναι ὑπερβολή. Τά θέματα αὐτά συζητιοῦνται μέ σοκαριστική ρεαλιστικότητα σέ κοσμικά βιοηθικά κείμενα, χωρίς θεολογικές ἀναφορές, χωρίς ἐνδιαφέρον γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ τίς δύο φύσεις καί τίς δύο θελήσεις στήν μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου Χριστοῦ, δηλαδή, χωρίς φόβους ἄν ἡ θεώρηση τῆς θέλησης ὡς ἐνέργειας τοῦ προσώπου διασπᾶ τό ἑνιαῖο τῆς Τριαδικῆς Θεότητας καί ὁδηγεῖ τήν Χριστολογία στόν Μονοενεργητισμό καί τόν Μονοφυσιτισμό.
Στίς συζητήσεις αὐτές, τῆς κοσμικῆς Βιοηθικῆς, γιά ὁρισμένους, τά ἔμβρυα, ἀλλά καί τά βρέφη, δέν θεωροῦνται «πρόσωπα», ὁπότε χωρίς τύψεις καί ἐνοχές μπορεῖ νά καταδικάζονται σέ θάνατο, εἴτε πρίν προλάβουν νά γεννηθοῦν, εἴτε ἀφοῦ γεννηθοῦν. Γι’ αὐτούς δικαίωμα στήν ζωή ἔχουν μόνον τά «πρόσωπα». Γιά τά «ἀθροίσματα τῶν κυττάρων» πού ἀναπτύσσονται κυοφορούμενα, ἀλλά δέν ἐκδηλώνουν (κατά τήν ἄποψή τους) θέληση καί ἐπιθυμίες, ὅπως καί τά νεογέννητα βρέφη, ὑπόκεινται στήν θέληση τῶν «προσώπων» τῆς μητέρας καί τοῦ πατέρα, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πάνω τους τήν ἐξουσία πού εἶχαν οἱ κύριοι στόν καιρό τῆς σκληρῆς δουλείας, δηλαδή ἐξουσία στήν ζωή καί τόν θάνατο. Ἔτσι, τώρα γίνεται λόγος γιά ἄμβλωση πρίν ἀπό τήν γέννηση καί ἄμβλωση μετά ἀπό αὐτήν. Χρησιμοποιεῖται αὐτή ἡ ὁρολογία γιά νά μήν λέγεται ὁ σκληρός λόγος ὅτι ἔχουμε, στήν δεύτερη περίπτωση, βρεφοκτονία.
Φαίνεται ὅτι ἡ θεολογική συζήτηση περί προσώπου δέν ἔχει ρίζες στήν ἁγιογραφική καί πατερική γραμματεία, ἀλλά σέ σύγχρονες φιλοσοφικές ἀπόψεις, δείχνοντας ἔντονες ὁμοιότητες μέ τίς ἀπόψεις τοῦ ὑπαρξιστῆ Σάρτρ, γιά τόν ὁποῖο ἡ ὕπαρξη προηγεῖται τῆς φύσης.
Ὅμως εἰσάγοντας φιλοσοφικές ἀπόψεις στήν θεολογία ὄχι μόνον κινδυνεύουμε νά βρεθοῦμε στήν αἵρεση, ἀλλά ἀνοίγουμε δρόμους σέ παραβιάσεις τοῦ θείου θελήματος, δίνοντας ἐπιχειρήματα σέ ἐπεμβάσεις πού ἀντιστρατεύονται στό δημιουργικό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσῃ κανείς τά πιεστικά προβλήματα πού ὁδηγοῦν κάποιες γυναῖκες, μόνες τους, στό νά φθάσουν στήν ἔκτρωση, ἀκόμη καί στήν βρεφοκτονία. Ἄν εἶχαν κατάλληλη στήριξη, ἴσως νά μήν ἔφθαναν ἐκεῖ. Στήριξη ὅμως δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ δικαιολόγηση τῆς ἔκτρωσης ἤ τοῦ φόνου καί ἡ προβολή τοῦ αἰτήματος γιά νομιμοποίησή τους. Οὔτε ἡ φιλοσοφική θεμελίωση τῆς πράξης στήν ἄποψη ὅτι τό βρέφος δέν εἶναι «πρόσωπο».
Πρωτ. Θωμᾶς Βαμβίνης

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019


Ἡ θεοκτονία καταλήγει στὴν αὐτοκτονία
Ὁ Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἔχει καταδικάσει σὲ θάνατο καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ψυχή. Δὲν καταδίκασε ὅμως ἔτσι καὶ τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θάνατο δὲν ὑπάρχει ἀνάσταση; Κάνετε εἰλικρινὰ καὶ ἀμερόληπτα τὸν ἀπολογισμὸ τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτικῆς, κουλτούρας, πολιτισμοῦ, καὶ θὰ δεῖτε ὅτι αὐτὲς ἔχουν φονεύσει στὸν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Ἄν ὅμως προσέξετε σοβαρὰ στὴν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁπωσδήποτε θὰ ἐννοήσετε ὅτι ἡ θεοκτονία πάντοτε καταλήγει στὴν αὐτοκτονία. Ἐνθυμεῖσθε τὸν Ἰούδα; Ἐκεῖνος πρῶτος φόνευσε τὸν Θεὸ καὶ ἔπειτα ἐξόντωσε τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ εἶναι ἀδυσώπητος νόμος, ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ στὴν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ πλανήτη.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019



Δῶστε, δῶστε στοὺς φτωχούς!
Ξέρω ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγκεντρωμένους πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσουν, ὅταν μιλοῦμε γι᾿ αὐτά, καὶ θὰ ποῦν «Μή, σὲ παρακαλῶ, μὴ γίνεσαι φορτικὸς καὶ βαρετὸς στοὺς ἀκροατές· ἄφησέ το στὴ συνείδηση τοῦ καθενός, ἄφησέ το στὴν κρίση τῶν ἀκροατῶν· ἔτσι τώρα μᾶς ντροπιάζεις, μᾶς κάνεις νὰ κοκκινίζουμε!...».
Ἀλλ᾿ ὄχι! Αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ ἀνέχομαι! Γιατί οὔτε ὁ Παῦλος ντρεπόταν νὰ ἐνοχλῇ συνέχεια γιὰ τέτοια πράγματα καὶ νὰ ζητᾶ σὰν ζητιάνος. Ἐὰν ἔλεγα τοῦτο, δηλαδὴ δός μου, φέρε γιὰ τὸ σπίτι μου, ἴσως νά ῾ταν ντροπή. Ἂν καὶ οὔτε τότε θά ῾ταν ντροπή. «Οἱ γὰρ τῷ θυσιαστηρίῳ», λέγει, «προσεδρεύοντες, τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται». Πλὴν ὅμως πιθανὸν νὰ μὲ κατηγοροῦσε κάποιος, ὅτι μιλῶ γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· τώρα ὅμως παρακαλῶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, μᾶλλον ὄχι γι᾿ αὐτοὺς ποὺ στεροῦνται, ἀλλὰ γιὰ σᾶς ποὺ δίνετε· γι᾿ αὐτὸ καὶ μιλῶ χωρὶς νὰ ντρέπομαι.
Γιατί ποῦ εἶναι ἡ ντροπὴ σὰν πῶ, δῶσε στὸν Κύριο ποὺ πεινᾷ, ντῦσε τον ποὺ γυρίζει γυμνός, φιλοξένησέ τον ποὺ εἶναι ξένος; Ὁ Δεσπότης σου δὲν ντρέπεται μπροστὰ σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ λέγῃ «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν», ὁ ἀνενδεής, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε· καὶ ἐγὼ θὰ ντραπῶ καὶ θὰ διστάσω; Σὲ παρακαλῶ, μακριὰ τέτοια πράγματα! Τοῦ διαβόλου εἶναι αὐτὴ ἡ ντροπή!
Δὲν θὰ ντραπῶ, λοιπόν. Ἀντίθετα μάλιστα καὶ μὲ παρρησία θὰ πῶ· δῶστε σ᾿ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, καὶ θὰ φωνάζω πιὸ δυνατὰ ἀπ᾿ αὐτούς. Γιατί ἐὰν κάποιος ἔχῃ στοιχεῖα καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς κατηγορήσῃ, ὅτι αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ νὰ σᾶς παρασύρουμε πρὸς ὄφελός μας, καὶ μὲ τὸ πρόσχημα τῶν φτωχῶν κερδίζουμε ἐμεῖς, τότε πράγματι αὐτὰ δὲν εἶναι μονάχα ἄξια ντροπῆς, ἀλλὰ καὶ μυρίων κεραυνῶν, καὶ οὔτε ἀξίζει νὰ ζοῦν ὅσοι κάνουν παρόμοια.
Ἀλλὰ ἐάν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν σᾶς ἐνοχλοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ κηρύττουμε ἀδάπανο τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς βέβαια νὰ κοπιάζουμε ὅπως ὁ Παῦλος, ἀρκούμενοι πάντως στὰ δικά μας, μὲ ὅλο τὸ θάρρος θὰ σᾶς λέγω, δῶστε στοὺς φτωχούς· καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ λέγω, καὶ ὅταν δὲν δίνετε θὰ σᾶς εἶμαι σκληρὸς κατήγορος!
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019



Πῶς βλέπουμε τοὺς ἄλλους
Κάποτε στὴν ἄκρη ἑνὸς χωριοῦ ζοῦσε ἕνας γέρος. Μία μέρα ἕνας ταξιδιώτης ποὺ ἔφτασε στὸ χωριὸ ἀπὸ ἕνα μακρινὸ τόπο, πλησίασε τὸν γέρο καὶ ρώτησε: «Πῶς εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ»;
Ὁ γέροντας τὸν κοίταξε καὶ τὸν ρώτησε:
- «Πῶς βρίσκεις τοὺς ἀνθρώπους στὸ δικό σου τόπο;»
Ὁ ταξιδιώτης σάστισε λίγο καὶ μετὰ ἀπάντησε πὼς τὸ χωριὸ του ἦταν γεμάτο ἔγκλημα, βία κι ἐπιθετικότητα καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἐντελῶς ἀναξιόπιστοι.
Τότε ὁ γέροντας μουρμούρισε λυπημένα:
- «Νομίζω πὼς κι ἐδῶ τὰ ἴδια θὰ βρεῖς»
Πέρασε λίγος καιρὸς κι ἕνας ἑπόμενος ταξιδώτης σταμάτησε καὶ ρώτησε τὸν γέρο:
- «Πῶς εἶναι οἱ ἄνθρωποι στὸ χωριὸ αὐτό»;
Ἐκεῖνος ἀνταπάντησε πάλι:
- «Πῶς τοὺς βρίσκεις στὸ δικό σου τόπο»;
Ὁ ταξιδιώτης χαμογέλασε καὶ ξεκίνησε νὰ λέει στὸν γέρο πόσο φιλικοί, καλοσυνάτοι καὶ συμπονετικοὶ ἦταν οἱ κάτοικοι στὸ χωριό του.
Ὁ γέροντας τὸν κοίταξε, τοῦ χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε:
- «Ἔτσι θὰ τοὺς βρεῖς καὶ δῶ».

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019



Καλύτερα νά μήν πᾶτε πουθενὰ
Νά πηγαίνετε στούς ναούς ὅπου λειτουργοῦν ἄξιοι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν ὑποτάχθηκαν στίς ἐντολές τῆς σχισματικῆς αὐτῆς ὀργάνωσης.
Ἀκόμη καί ἐάν ὅλοι οἱ ναοί πέσουν στά χέρια τους καί δέν ἔχετε ποῦ νά πᾶτε, καλύτερα νά μήν πᾶτε πουθενά, παρά σ΄ αὐτούς.
Νά μήν ἔχετε καμιάν ἐπικοινωνία μέ τούς σχισματικούς, οὔτε νά ἐπιχειρήσετε διαλόγους μαζί τους.
Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρός, Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας (1877-1961)
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν διαθήκη του