Κυριακή 31 Μαρτίου 2024
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024
Τρίτη 26 Μαρτίου 2024
Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024
Κυριακή 24 Μαρτίου 2024
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.
Σάββατο 23 Μαρτίου 2024
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024
Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024
Τώρα δὲν σηκώνουμε
λόγο
Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τὸν πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του,
φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ
βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸ δρόμο τῆς
καλογερικῆς.
Φθάσαμε, πατέρες, σ᾿ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ποὺ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ἤμασταν
κοσμικοί, ἤμασταν καλύτεροι. Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Τὰ πατερικὰ βιβλία λένε ὅτι ὁ ἀββὰς Νισθερὼ ἀπέκτησε φήμη ἁγίου ἀνδρός.
Καὶ πῆγε ἄλλος καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρετὴ ἔκανες, πάτερ, κι ἔφθασες σ᾿ αὐτὰ τὰ
μέτρα;» Λέει: «Ἀφότου μπῆκα στὸ μοναστήρι, εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε.
Ὅσο μιλάει τὸ γαϊδούρι, ὅταν τὸ δέρνεις, τόσο θὰ μιλήσω κι ἐγώ». Αὐτὸ ἦταν τὸ
θεμέλιο, ὅτι καὶ νὰ τὸν δείρουνε, «εὐλόγησον». Τώρα ἐμεῖς φθάσαμε στὸ σημεῖο, δὲν
σηκώνουμε λόγο.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας
εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν
εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ
τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε
τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράματά τους, ἐντούτοις
ὅμως τὸ ἐγὼ μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι
ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!
Ὅσιος Ἐφραὶμ
Κατουνακιώτης
Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024
Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ταπείνωση πάνε μαζί.
Ὅταν ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἐγωίστρια ἀπέναντί του.
Πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα. Τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἀδελφὴ. Τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν παιδὶ μὲ τὴν μητέρα μου ποὺ ἀγαποῦσα πάρα πολὺ καὶ μὲ
τὸν πατέρα μου ποὺ ἦταν τόσο ἁπαλὸς καὶ καλός, δὲν τολμοῦσα νὰ ἔχω δικό μου
θέλημα ὅταν ὁ ἐγωισμός μου ἤθελε κάτι…
Μόνο γιὰ νὰ μὴν τοὺς λυπήσω!
Ὄχι ποὺ δὲν ἤθελα αὐτὸ ἤ ἐκεῖνο. Τὸ ἤθελα.
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σήμερα. Ἄν δὲν κάνω μιὰ κακὴ πράξη, εἶναι ποὺ δὲν
θέλω νὰ «λυπήσω» τὸν Θεό.
Ὄχι ἐπειδὴ Τὸν τρέμω.
Γιατὶ Τὸν ἀγαπῶ.
Δὲν εἶμαι αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ.
Οὔτε ἔχω «παραδοθεῖ», ὅπως γίνεται σ’ ἕναν πόλεμο.
Θέλω νὰ προσφέρω κάθε μέρα τὸν ἑαυτό μου.
Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη καὶ ὅλο μου τὸ θέλημα, τώρα ποὺ εἶμαι ζωντανή,
σήμερα κι ὄχι νὰ εἶμαι ἕνα πτῶμα ὑπακοῆς μόνο.
Μπορῶ νὰ τὸ κάνω κι ἐκεῖνο, ἀλλὰ θὰ εἶμαι ἕνα πτῶμα.
Τοῦ λέω: «Θέλω αὐτὸ ποὺ θέλεις, Θεέ μου».
Δὲν μπορῶ νὰ τὸ αἰσθανθῶ ἀλλιῶς.
Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Θέλω μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσω, καὶ τοὺς ἀγαπῶ.
Καὶ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καθόλου ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Εἶναι Ἄνθρωπος.
Μὲ μιὰ καρδιά, μιὰ ψυχή, ἕνα μυαλό, σὰν ἐμένα. Τέλος!
Γερόντισσα
Γαβριηλία
Τρίτη 19 Μαρτίου 2024
Ἡ γιαγιά, ὁ ἀββᾶς καὶ ἡ παράδοση
Τί εἶναι
παράδοση; Εἶναι οἱ φορεσιὲς καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ τόπου μας ἢ κάτι παραπάνω; Εἶναι ἕνας
τρόπος ζωῆς, ποὺ χάθηκε καὶ τὸν βάλαμε στὶς προθῆκες τοῦ λαογραφικοῦ μουσείου;
Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, γιατί μιλᾶμε γιὰ ἐκείνην σὰν κάτι ποὺ συμβαίνει ἀκόμη; Ἐμεῖς
οἱ… γραμματιζούμενοι ἔχουμε τὴν «πολυτέλεια» πλέον νὰ κάνουμε τέτοιους
στοχασμούς. Νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἀπὸ ποῦ κρατᾶ ἡ σκούφια μας καὶ ἔπειτα
περήφανα νὰ τὴν ἐπιδεικνύουμε στὶς νέες ἐποχὲς, ποὺ μᾶλλον δὲν πολυσυμπαθοῦν
τέτοιες ταυτότητες πολιτισμικές.
Μὰ ἡ
παράδοση φαίνεται νὰ μᾶς ξεγελᾶ σὰν τὸ ἄτακτο παιδί:
Ἐκεῖ ποὺ τὴν
θαυμάζεις καὶ τὴν περιφέρεις ἀγέρωχα, καταντᾶ νὰ μοιάζει λείψανο…
Καὶ ἐκεῖ ποὺ
μοιάζεις νὰ τὴν ξεχνᾶς ἔρχεται στὴν ζωὴ τὴν τωρινὴ μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς ἀναπόφευκτης
ἀλήθειας πού, ὡς ἀλήθεια, δὲν γνωρίζει τόπο καὶ χρόνο.
Ἀπὸ γονεῖς
γονιῶν, σὲ παιδιὰ παιδιῶν…
«-Ἔλα
γιαγιά», ἔλεγε τὶς Κυριακὲς ἡ μητέρα μου στὴν γιαγιά της, σὲ πόλη ἀκριτική τῆς
Μακεδονίας, «ἔλα νὰ κάτσεις μαζί μας. Κάθε ποὺ κοινωνεῖς πᾶς καὶ κλείνεσαι στὸ
δωμάτιο…»
-Νά, ἔλεγε ἡ
γιαγιά, προτιμῶ λίγο νὰ ξαπλώσω, γιατὶ πῆρα τὸν Χριστό καὶ ἐὰν μιλῶ πολὺ Τὸν
ξοδεύω..»
Σκεφτεῖτε πὼς
βλέπετε τώρα μία ταινία. Πατῆστε τὸ κουμπὶ καὶ πηγαίνετε πίσω. Πολὺ πίσω. Καὶ ἀλλοῦ…
Αἴγυπτος, 4ος αἰώνας μ.Χ.
«-Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις,
Ἀββᾶ, ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία;» ρώτησαν οἱ νεώτεροι μοναχοὶ τὸν Ἰσαάκ, μαθητὴ
τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλώ, ποὺ ὅποτε κοινωνοῦσε, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, ἔτρεχε στὸ κελί
του, σὰν νὰ τὸν κυνηγοῦσαν.
-«Ἀδελφοί
μου», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, «ὁ νοῦς ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ Χάρι τῶν Μυστηρίων εἶναι
ἀναμμένη λαμπάδα. Μά, σὰν φυσᾶ σ’ αὐτὸν ὁ ἄνεμος τῆς πολυπραγμοσύνης, σβήνει ὁ
ταλαίπωρος»
Ἡ προγιαγιά
μου, πιθανότατα, δὲν ἤξερε τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τὸν ἀββᾶ Ἀπολλώ. Ἀμφιβάλω, ἐὰν εἶχε
διαβάσει τὸ Γεροντικό.
Ὅμως, μὲ ἐκείνην
τὴν λεπτὴ κλωστὴ ποὺ ἀρχίζουν τὰ παλιὰ παραμύθια τοῦ τόπου μας, ἦταν «γερὰ
δεμένη, στὴν ἀνέμη τοῦ χρόνου τυλιγμένη». Στὴν ἀνέμη τῆς παράδοσης, ποὺ τὴν ἔκανε
νὰ λέγει καὶ νὰ νοιώθει τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τοὺς ἀββάδες, παρόλο τὸ χάσμα τῶν
δεκαπέντε σχεδὸν αἰώνων!
Καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς
ποὺ ξέρουμε τὰ «Γεροντικά» φαρσί, ἐρίζουμε μὲ τὸ δάκτυλο κολλημένο στὶς λέξεις
καὶ δὲν μποροῦμε τελικὰ νὰ συνεννοηθοῦμε. Γιατὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὶς γιαγιάδες
μας ἔχουμε χάσμα πολὺ μεγαλύτερο ἐκείνων τῶν δεκαπέντε αἰώνων…
Ἴσως γιατὶ μὲ
τοὺς λόγους μας τοὺς πολλοὺς φυσᾶμε καὶ σβήνουμε τὴν λαμπάδα τοῦ ἀββᾶ.
Ξοδεύουμε στὶς
πολυπραγμοσύνες μας τὸν Χριστὸ τῆς γιαγιᾶς.
Κοντεύουμε νὰ
«μείνωμεν ἔξω» τοῦ ζεστοῦ κελιοῦ τους, μάταια νὰ ἀναζητοῦμε τὴν πολύτιμη παρέα
τους.
Ἐρήμην τους
κουβεντιάζουμε γιὰ ταυτότητα καὶ παράδοση, μιλώντας κάποτε κάποτε γιὰ ἐκείνους,
μὰ ποτὲ μὲ ἐκείνους.
Χαράλαμπος Πετρουλέας
Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024
Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ
Τὸ πρόγραμμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας προέβλεπε τὴν ἐπίσκεψή μας σὲ μία
πάμπτωχη συνοικία στὸ κέντρο τῆς πρωτεύουσας Φρὴ Τάουν, τὴν παραγκούπολη Κροὺ
Μπέι. Μὲ τὸ ποὺ φτάσαμε στὸν συνοικισμό, ἡ βαριὰ μυρωδιὰ τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ οἱ
παράγκες ἀνάμεσα σὲ πλῆθος σκουπιδιῶν μᾶς σάστισαν. Προχωρούσαμε σοκαρισμένοι. Ἕνας
κατάμαυρος ποταμὸς κυλοῦσε ἀργὰ ἀνάμεσα σὲ τόνους ἀπορριμμάτων, δημιουργώντας
μία ἀφόρητα ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα.
Καθὼς προσπαθούσαμε νὰ καταγράψουμε φωτογραφικὰ αὐτὸ ποὺ ζούσαμε, εἶδα
ξαφνικὰ μπροστά μου τὸν Δανιήλ. Μόλις εἶχε διασχίσει τὴ γέφυρα καὶ ἐπέστρεφε στὸ
σπίτι ἀπὸ τὸ σχολεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὶς παρυφὲς τοῦ συνοικισμοῦ. Ἦταν ἕνα ἀγόρι
μὲ ὡραία χαρακτηριστικά, ντυμένο μὲ τὴ στολὴ τοῦ σχολείου του, λευκὸ
κοντομάνικο πουκάμισο καὶ θαλασσί, κοντὸ παντελονάκι. Εἶχε τὴν τσάντα του στὴν
πλάτη. Τὰ καθαρά του ροῦχα δημιουργοῦσαν ἀπίστευτη ἀντίθεση μὲ τὸ γεμάτο τόνους
σκουπιδιῶν περιβάλλον.
Τὰ ’χασα καθὼς τὸν εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου. Κοντοστάθηκε, μόλις μὲ εἶδε
νὰ ὑψώνω αὐθόρμητα τὴ φωτογραφικὴ μηχανή, ἴσα γιὰ νὰ μ’ ἀφήσει νὰ τὸν
φωτογραφίσω, κι ὕστερα χάθηκε μέσα στὶς παράγκες.
Προσπαθώντας νὰ ἐπεξεργαστῶ τὴν ἐμπειρία τῆς στιγμῆς, κοιτώντας τὴ
φωτογραφία ποὺ μόλις εἶχα τραβήξει, σκεφτόμουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ μαγνήτισε σ’
αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀγόρι.
Ἦταν ἄραγε ἡ ἀπίστευτη ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ περιποιημένου παρουσιαστικοῦ
του καὶ τοῦ ἄθλιου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζοῦσε;
Παρατηρώντας πιὸ προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία κατάλαβα· ἦταν τὸ βλέμμα του. Ἕνα
βλέμμα διαπεραστικὸ καί, συγχρόνως, θλιμμένο. ‘Ένα καθάριο, ἁγνὸ βλέμμα ποὺ σὲ
λυγίζει. Τί θὰ σκεφτόταν, ἄραγε, βλέποντας νὰ φωτογραφίζουμε τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο
ζοῦσε;
Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ ἔφερε στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Θεμιστοκλῆ,
ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ: «Ἔχετε παρατηρήσει τὰ μάτια τῶν παιδιῶν; Δὲν εἶναι σὰν τὰ
μάτια τῶν Εὐρωπαίων παιδιῶν. Ἔχετε προσέξει τὰ μάτια τῶν ζητιάνων ἐδῶ πέρα; Ἔχουν
«κάτι»... Ἐγὼ βλέπω σ’ αὐτά, τὰ μάτια τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Γιὰ σκεφτεῖτε ὅτι
ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πάντοτε μέσα στὸν πόνο καὶ νιώθει τὸν θάνατο νὰ τὸν ἀγγίζει».
Ζήτησα κι ἔμαθα γι’ αὐτὸ τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ βλέμμα του ἄγγιξε τόσο τὴν ψυχή
μου. Πρόκειται γιὰ τὸν Δανιὴλ Salima Salisu, ἕνα δεκατριάχρονο παιδὶ γεννημένο
σὲ προτεσταντικὴ οἰκογένεια. Εἶναι ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο ἔχασε πρὶν λίγα
χρόνια, καὶ ζεῖ σὲ μία παράγκα τοῦ συνοικισμοῦ μὲ τὴ φτωχὴ μητέρα του καὶ τὴ
θεία του. Ὁ καθημερινὸς ἀγώνας τους εἶναι νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν,
κάνοντας ὅ,τι μποροῦν, ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ γυμνάσιο
καὶ νὰ πηγαίνει τουλάχιστον μὲ καθαρὰ ροῦχα στὸ σχολεῖο... Ὁ ἴδιος ὁ Δανιήλ, ἐντυπωσιασμένος
ἀπὸ τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κοινότητά τους, ἐξέφρασε
τὴν ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ γίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός.
Ὁ πατὴρ Θεμιστοκλῆς, βλέποντας τὰ γεμάτα εὐγνωμοσύνη μάτια τῶν κατοίκων
τοῦ συνοικισμοῦ, προέβλεψε ὅτι, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνέγερση τοῦ σχολείου «Εὐαγγελισμὸς
τῆς Θεοτόκου» μέσα στὴν παραγκούπολη, σὲ λίγα χρόνια ὅλοι θὰ ἀναζητήσουν νὰ
γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μακάρι νὰ γίνει!».
(Ἀφήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Ἰωάννη Περράκη ἀπὸ ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμισε ἐπισκεπτόμενος
τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ στὴ Σιέρρα Λεόνε)
Κυριακή 17 Μαρτίου 2024
Ἡ μητέρα μου
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε
μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε
διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε
σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι.
Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε.
Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια. Ὁ
πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια
της.
Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατο πρωΐ ἔδινε
ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό
πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν
ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό
τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.
Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα
εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχιζε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε
ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε
τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε
περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε
συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό
συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ
τούς γείτονες.
Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί
Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια,
καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα
γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο
γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά
Χριστούγεννα οἱ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό,
ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια,
ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε
ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ
Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη
κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων
μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη
της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της…
Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι
καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας
συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά
συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί
τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα
νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ
μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ
νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα
τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα
ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν
σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται
νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού
μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά
τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά τὰ ἀγγίξω, ἀλλά τά
ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».
Ἱερομόναχος
Πετρώνιος Τανάσε
Μετάφρασις–Ἐπιμέλεια ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Ἄθω
Σάββατο 16 Μαρτίου 2024
Τί εἶναι ἡ πατρίδα
μας
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα
ἀρχαῖα μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μιὰ δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,
καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
Ἰωάννης Πολέμης