Δευτέρα 20 Μαΐου 2024
Κυριακή 19 Μαΐου 2024
Ἐμίσησα τήν ἐντύπωση
Γιά τὸν Ἅγιο
Ἀθανάσιο ἔκαμαν τὴν κρίση. Ἦταν ὁ ἡρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρῴων.
Γιά τὸν ἀείμνηστον Ἀρχιμανδρίτη Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω κάνει τὴν
κρίση. Ἦταν ὁ σοφότερος τῶν συγχρόνων ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν συγχρόνων μας
σοφῶν. Καὶ τὸ ὑπεροχότερο πρότυπο σοφοῦ καὶ ἁγίου κληρικοῦ. Γιατὶ εἶχε μία ἀπόλυτη
συνέπεια σ’ ἐκεῖνα πού πίστευε καὶ σ’ ἐκεῖνα πού ἔπραττε καὶ ἕνα τεράστιο
πνευματικὸ βάθος, τὸ ὁποῖο δέν ἀρκεῖ κανεὶς νά τὸ γνωρίσει, πρέπει καὶ νά μπορεῖ
νά τὸ ἀξιολογήσει.
Γεννήθηκε σ’
ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ φτωχὸ χωριὸ τῆς Μεσσηνίας πού λεγόταν καὶ λέγεται Μαθία.
Σήμερα δέν ξέρω ἂν ὑπάρχει, ἔχει διαλυθεῖ ἐντελῶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν χωριάτες,
ἐντελῶς ἀσήμαντοι ἄνθρωποι καὶ ἐντελῶς ἄγνωστοι. Καὶ ὁ ἴδιος, (χαρακτηρισμὸς τοῦ
πατρὸς Ἰωὴλ γιά τὸν ἑαυτὸ του):
«Ὅταν ἤμουν
στό σχολεῖο, στό δημοτικὸ καὶ στό γυμνάσιο, τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ λέγανε ὁ
Κουτοφώτης» , γιατὶ τὸ ὄνομά του ἦταν Φώτιος. Ὁ Κουτοφώτης. Ἦταν κουτός. «Μὲ
θεωροῦσαν χαζὸ καὶ ἤμουν χαζὸς καὶ δυσμαθής». Λόγια δικά του, ὄχι δικά μου.
«Δειλὸς , ἀνόητος καὶ βλάκας».
Λόγια δικά
του. Πῶς εἶχε τὸ θάρρος νά τὰ λέει γιά τὸν ἑαυτὸ του, εἶναι λιγάκι δύσκολο νά τὸ
μετρήσει κανείς. Ἀλλὰ νά, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, στό σχολεῖο, τὸν ἀπασχόλησε τὸ ἐρώτημα:
«Γιατὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶναι ἔξυπνα καὶ ἐγὼ εἶμαι κουτὸς καὶ εἶμαι ὁ χαζοφώτης».
Καὶ ἔψαξε καὶ ἐβρῆκε. Ψάχνοντας ἐβρῆκε. Καὶ τὶ λέτε ἐβρῆκε; Διαπίστωσε ὅτι τὰ ἄλλα
παιδιὰ εἶχαν μὲν μία εὐφυΐα, ἀλλὰ εἶχαν καὶ μία ἐπιπολαιότητα. Τσιμπολογοῦσαν ἐδῶ
κι ἐκεῖ καὶ πετοῦσαν ἐξυπνάδες.
Καὶ οἱ
διδάσκαλοι, μὲ τὸ ἄθλιο παιδαγωγικὸ σύστημα πού ἔχουμε ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, μένανε
εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὶς ἐξυπνάδες τῶν παιδιῶν. «Ἐγώ», μοῦ ἔλεγε ὁ πάτερ Ἰωήλ,
«κατάλαβα ὅτι τουλάχιστον γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐπειδὴ ἤμουν δυσμαθής, χρειαζόμουν
σοβαρὴ μελέτη». Καὶ προσπάθησε νά κάνει ὅσο πιὸ σοβαρὴ μελέτη μποροῦσε. Φυσικὰ
μὲ ἐπαναλήψεις. Καὶ τὰ κατάφερε. Κατάλαβε ἀπὸ τότε ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νά
μορφωθεῖ καὶ νά ἔχει βάσεις πνευματικές, μορφωτικὲς ἐννοοῦμε τώρα, πιὸ καλὲς ἀπὸ
τὰ ἄλλα παιδιά, βάσεις πιὸ σταθερές. Καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἐντύπωση εἶναι ἕνα
ψεύτικο πρᾶγμα πού δέν ἀξίζει τὸν κόπο νά τοῦ δίνει κανεὶς σημασία. Καὶ ἔτσι,
μοῦ ἔλεγε, σὲ ἡλικία νεαροτάτη, 14 – 15 χρόνων, ἐμίσησε τὴν ψεύτικη ἐντύπωση.
Γιατί; Ἐπειδὴ κατάλαβε.
Ποιὸ ἦταν τὸ
συμπέρασμά του; Τὸ συμπέρασμά του ἦταν : Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού εἶναι καὶ
μπορεῖ νά ἀλλάξει, μπορεῖ νά διορθωθεῖ. Ἡ σκέψη αὐτή, τόσο πρώιμη ἀλλὰ καὶ πολὺ
βαθιά, εἶναι αὐτή πού ἐσφράγισε ὁλόκληρη τή ζωή του.
Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος
Σάββατο 18 Μαΐου 2024
Ὁ τρύγος
Ὅταν ἀνθίζ᾿ ἡ
ἀγριάμπελη κι ἁπλώνει τὰ κλαδιά της
στὸ σκῖνο, στὸ χαμόδενδρο, στοῦ πεύκου τὰ κλωνάρια,
στὰ ρέματα τοῦ ποταμοῦ, στὸν ἐγκρεμὸ τοῦ βράχου,
κι ἀγέραν, κάμπους καὶ βουνά, τὴν πλάση πέρα ὡς πέρα
γιομόζει ἀπὸ μοσκοβολιὰ μὲ τὸν ἀνασασμό της,
πυκνὸ - πυκνὸ κι ὁλόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μὲς ἀπὸ βράχους καὶ κρινιά, μὲς ἀπὸ ἐρμιὲς καὶ κήπους,
καὶ τ᾿ ἄνθη της βοσκολογᾷ καὶ παίρνει τὸν ἀχνό τους,
καὶ διαλαλάει μ᾿ ἕνα βοητὸ τὸν ἀναγαλιασμό του.
Ἔτσι οἱ κοπέλες
τοῦ χωριοῦ πετιοῦνται ἀπὸ τὰ σπίτια
κ᾿ εἰς κάμπους κ᾿ εἰς βουνὰ σκορποῦν, κι ὅπ᾿ εἶναι ἀμπέλι τρέχουν
μὲ τὰ καλάθια τὰ πλεχτὰ καὶ μὲ τὰ βατοκόπια
καὶ μὲ τραγούδια, μὲ χαρές, ὅταν ἀρχίζει ὁ τρύγος.
Ἀναταράζονται οἱ ἐρμιές, ἀχολογοῦν τ᾿ ἀμπέλια,
λὲς κι ἀπὸ κάθε πέτρα ὀρθή, λὲς κι ἀπὸ κάθε βάτον,
ὅπου στὸ χόρτο σέρνεται, κόρης κορμὶ φυτρώνει.
Πράσινη ἁπλώνεται
ἡ φυτιὰ κ᾿ οἱ ρόγες μεστωμένες,
μαῦρες καὶ κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογοῦν, γιαλίζουν
στὴν πρώτη ἀχτίδα τοῦ ζεστοῦ τοῦ ἥλιου ὅπ᾿ ἀνατέλλει,
σὰν μαῦρα μάτια, σὰν χοντρὰ κλωνιὰ μαργαριτάρια.
Οἱ βέργες οἱ καμαρωτὲς λαμποκοποῦν κ᾿ ἐκεῖνες,
κ᾿ οἱ περογλιὲς ξαπλώνονται στὰ διάπλατα κρεββάτια,
καὶ στὴν πυκνή τους χλωρασιὰ καὶ στὸ βαθύ τους ἴσκιο
τὴν ἱδρωμένην ἀργατιὰ δροσίζουν, ἀνασαίνουν,
τὴν ἀργατιὰ ποὺ ὁλημερὶς ὅλο τρυγάει κι ἁπλώνει,
Τὴν ἀργατιὰ
ποὺ λαχταρᾷ πότε νὰ πέσει ὁ ἥλιος,
πότε νὰ ἰσκιώσουν τὰ ριζά, νὰ δροσερέψει ὁ κάμπος.
Νάτος ὁ ἥλιος
ποὺ ἔπεσε καὶ πάει νὰ βασιλέψει,
νάτα ποὺ ἰσκιῶσαν τὰ ριζὰ καὶ δροσερεύει ὁ κάμπος...
O ἥλιος χάθη
ὁλότελα καὶ τὰ βουνὰ σουρπώσαν,
θόλωσαν τ᾿ ἀνοιχτὰ νερὰ κι ἀπάνω βγῆκαν τ᾿ ἄστρα...
Διπλὰ ἀνασαίν᾿
ἡ ἐργατιὰ κι ἀπαρατάει τὸ ἔργο,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ κληματόβεργες κι ἀπὸ παλιούργια φράχτες
καλύβι ὁλόρθο πλέκουνε, δεῖπνον ἁπλὸ κυκλώνουν,
καὶ τὸν ἁπλὸ τὸ δεῖπνο τους φωτάει θαμπὸ λυχνάρι.
Ὕστερα εἰς
κάθε μιὰ φυτιά, κάθε ὄχτο, κάθε ἀμπέλι,
τρανὲς ἀνάβουνε φωτιὲς μὲς στ᾿ ἁπλωτὸ σκοτάδι.
Ὀλοῦρ᾿ - ὀλοῦρ᾿ ἀπ᾿ τὶς φωτιὲς σταίνουν χορὸ οἱ κοπέλες,
στρώνονται χάμου οἱ γέροντες κ᾿ οἱ νιοί, κι ἀπ᾿ ὅλους ἕνας
τοὺς συνοδεύει στὸ χορὸ μ᾿ ἕνα ἁπαλὸ τραγούδι
καὶ μ᾿ ἕνα λάλημα γλυκὸ - γλυκὸ τοῦ ταμπουρᾶ του.
Ὥσπου τ᾿ ἀστέρια τ᾿ οὐρανοῦ τὸ μεσονύχτι δείχνουν,
καὶ τότες οἱ χοροὶ χαλοῦν, σκορπᾶν οἱ δουλευτάδες.
Στρώνουν γιὰ στρώματα κλαδιὰ κι ἀποσταμένοι γέρνουν.
Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ
σβήνουν οἱ φωτιές, ἔρμες ἀνάρια - ἀνάρια,
τὸ νυχτοπούλι τ᾿ ἄγρυπνο γλυκὰ τοὺς νανουρίζει,
ὥσπου νὰ σκάσει ὁ αὐγερινός, ποὺ θὰ ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στὸ ἔργο τους νὰ μποῦν, στὸν ζηλεμένο τρύγο.
Κώστας Κρυστάλλης
Παρασκευή 17 Μαΐου 2024
Πέμπτη 16 Μαΐου 2024
Στὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ἐλιᾶς
Στὸν ρόχθο τῆς ἰσόβιας θάλασσας...
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ λιθοβόλησαν δὲν ζοῦνε πιά
Μὲ τὶς πέτρες τους ἔχτισα μιὰ κρήνη
Στὸ κατῶφλι της ἔρχονται χλωρά κορίτσια
Τὰ χείλια τους κατάγονται ἀπὸ τὴν αὐγή
Τὰ μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στὸ μέλλον.
Ἔρχονται χελιδόνια τὰ μωρὰ τοῦ ἀνέμου
Πίνουν πετοῦν νὰ πάῃ μπροστὰ ἡ ζωή
Τὸ φόβητρο τοῦ ὀνείρου γίνεται ὄνειρο
Ἡ ὀδύνη στρίβει τὸ καλό ἀκρωτῆρι –
Καμμιὰ φωνὴ δέν πάει χαμένη στοὺς κόρφους τ' οὐρανοῦ!
Ὢ ἀμάραντο πέλαγο τί ψιθυρίζεις πές μου
Ἀπὸ νωρίς εἶμαι στὸ πρωινό σου στόμα
Στὴν κορυφήν ὅπου προβάλλ' ἡ ἀγάπη σου
Βλέπω τὴ θέληση τῆς νύχτας νὰ ξεχύνῃ τ' ἄστρα
Τὴ θέληση τῆς μέρας νὰ κορφολογάῃ τὴ γῆ.
Σπέρνω στοὺς κάμπους τῆς ζωῆς χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στὸ τίμιο ἀγέρι
Ὡραῖα γερά παιδιὰ ποὺ ἀχνίζουν καλωσύνη
Καὶ ξέρουν ν' ἀτενίζουν τοὺς βαθειοὺς ὁρίζοντες
Ὅταν ἡ μουσική ἀνεβάζῃ τὰ νησιά.
Χάραξα τ' ὄνομα τὸ ἀγαπημένο
Στὸν ἴσκιο τῆς γιαγιᾶς ἐλιᾶς
Στὸν ρόχθο τῆς ἰσόβιας θάλασσας...
Τετάρτη 15 Μαΐου 2024
Δευτέρα 13 Μαΐου 2024
Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς
κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον
Ἡ πατρὶς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι, χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον
Ἀβορίτη, τρεῖς ὧρες εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι μακρυὰ τὸ ἄλλο τὸ χωριό, πέντε
καλύβια. Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοὶ καὶ ἡ φτώχεια αὐτείνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ
τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασσα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι
μου καὶ φτωχοὶ καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα εἰς τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα
πῆγε διὰ ξύλα εἰς τὸν λόγκον. Φορτώνοντας τὰ ξύλα ῾στὸ νῶμο της, φορτωμένη εἰς
τὸν δρόμον, εἰς τὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα μόνη της ἢ
καϊμένη καὶ ἀποσταμένη ἐκιντύνεψε καὶ αὐτείνη τότε καὶ ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της
καὶ συγυρίστη, φορτώθη ὀλίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου εἰς τὰ ξύλα καὶ ἀπὸ
πάνου ἐμένα καὶ πῆγε εἰς τὸ χωριόν.
Σὲ κάμποσον καιρὸν ἔγιναν τρία φονικὰ εἰς τὸ σπίτι μας καὶ χάθη καὶ ὁ
πατέρας μου. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα θέλαν νὰ μᾶς σκλαβώσουνε. Τότε διὰ νυχτὸς ὅλη
ἡ φαμελιὰ καὶ ὅλο μας τὸ σόι σηκώθηκαν καὶ ἔφυγαν καὶ ἤθα παγαίνουν εἰς τὴν
Λιβαδειὰ νὰ ζήσουνε ἐκεῖ. Θὰ πέρναγαν ἀπὸ ῾να γιοφύρι τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον
Στενό, δὲν πέρναγε ἀπὸ ἄλλο μέρος τὸ ποτάμι. Ἐκεῖ φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι νὰ
περάσουν νὰ τοὺς πιάσουνε, καὶ δεκοχτῶ ἡμέρες γκιζεροῦσαν εἰς τὰ δάση ὅλοι κ᾿ ἔτρωγαν
ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα κ᾿ ἔτρωγα αὐτὸ τὸ γάλα. Μὴν ὑποφέρνοντας πλέον τὴν
πείνα, ἀποφάσισαν νὰ περάσουνε ἀπὸ τὸ γιοφύρι, καὶ ὡς βρέφος ἐγὼ μικρό, νὰ μὴν
κλάψω καὶ χαθοῦνε ὅλοι, ἀποφάσισαν καὶ μὲ πέταξαν εἰς τὸ δάσος, εἰς τὸν
Κόκκινον ὀνομαζόμενον, καὶ προχώρεσαν διὰ τὸ γιοφύρι. Τότε μετανογάει ἡ μητέρα
μου καὶ τοὺς λέγει, «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση, τοὺς εἶπε, περνᾶτε ἐσεῖς
καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε... τὸ παίρνω κι᾿ ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν
κλάψη, διαβαίνομεν»... ἢ μητέρα του κι᾿ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε. Αὐτὰ ὅλα τά ῾λεγε ἡ
μητέρα μου καὶ οἱ ἄλλοι συγγενεῖς. Σηκωθήκαμεν ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ συγγενεῖς καὶ
πήγαμεν εἰς Λιβαδειὰ καὶ μᾶς περασπίστηκαν οἱ φιλάνθρωποι ἄρχοντες ἐκεῖ
κάμποσον καιρόν, ὅσο ὁποῦ πιαστήκαμεν καὶ κάμαμεν ἐκεῖ σπίτια, ὑποστατικά.
Ἐγὼ ἔγινα ὡς ἑφτὰ χρονῶν. Μὲ βάλαν νὰ ἐργάζωμαι σὲ ἕναν ἑκατὸ παράδες τὸν
χρόνον, τὸν ἄλλον χρόνον πέντε γρόσια. Ἀφοῦ ἔκανα πολλὲς δουλειές, ἤθελαν νὰ
κάνω κι᾿ ἄλλες δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ καὶ νὰ περιποιῶμαι τὰ παιδιά. Τότε
αὐτὸ ἦταν ὁ θάνατός μου. Δὲν ἤθελα νὰ κάμω αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ μ᾿ ἔδερναν καὶ οἱ ἀφεντάδες
καὶ οἱ συγγενεῖς. Σηκώθηκα καὶ πῆρα καὶ ἄλλα παιδιὰ καὶ πήγαμεν εἰς Φήβα. Ἡ κακὴ
τύχη καὶ ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς ἦρθαν καὶ μᾶς πιάσανε καὶ μὲ φέραν πίσω εἰς τὴν
Λιβαδειὰ καὶ εἰς τὸν ἴδιον ἀφέντη. Καὶ τὴν ἴδια ῾πηρεσία ξακολουθοῦσα κάμποσον
καιρόν. Τότε δια– νὰ γλυτώσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ῾πηρεσίαν, ὅτι ἡ φιλοτιμία μου δὲν μ᾿
ἄφηνε ἥσυχον οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, ἄρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια τῶν παιδιῶν καὶ
τῆς ἴδιας μου μητέρας καὶ ἔφευγα μέσα τὶς ράχες. Καὶ μ᾿ αὐτὸ βαρέθηκαν καὶ μὲ
λευτέρωσαν, ὅτι αὐτείνη ἡ ῾πηρεσία μ᾿ εἶχε καταντήσῃ νὰ χαθῶ.
Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα.
Ἦταν ὁ ἀδελφός του μὲ τὸν Ἀλήπασια καὶ ἦταν ζαπίτης αὐτὸς εἰς τὴν Ντεσφίναν.
Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τΆγιαννιου. Πήγαμεν εἰς
τὸ παγγύρι, μὄδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίστη.
Τότε μ᾿ ἔπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ᾿ ἔβλαβε
τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ
ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα
εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἀϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι τοῦ μό᾿ ῾γίνε αὐτείνη ἡ
ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλείω τὴν
πόρτα κι᾿ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες, τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ῾γινε
῾σ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσῃ ἄρματα καλὰ
κι᾿ ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο
καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον.
Σὲ ὀλίγον καιρὸν γράφει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀφέντη μου ἀπὸ τὰ Γιάννενα ὅτι
θέλει ἕνα παιδὶ νὰ τοῦ κάνη χοσμέτι. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα, τὰ 1811. Τὸν πάντρεψε αὐτὸν
ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Ἄρτα. Ἔκατζε κάμποσον καιρὸν εἰς Ἄρτα, τὸν γύρεψε ὁ Ἀλήπασσας
νὰ πάγη, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε εἰς τὰ μυστικά του γράμματα. Ἦταν τίμιος
ἄνθρωπος, τὸν λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει νὰ μ᾿ ἀφήσῃ εἰς τὸ σπίτι του ἐμένα,
δὲν ἤθελα νὰ κάτζω. Μοῦ εἶπε: «Θὰ κάτζῃς καὶ μὲ τὸ στανιόν». Αὐτὸ δὲν μποροῦσα
νὰ τὸ ἀποφύγω, ὅτ᾿ εἶχε τὴν δύναμη. Ἔκατζα μὲ συμφωνίες ὅτι ἐγὼ ὡς δοῦλος δὲν
κάθομαι. «Κάνω τὴν ῾πηρεσία τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅμως θὰ γνωριστῶ καὶ μὲ τοὺς
κατοίκους νὰ δανειστῶ, νὰ κάμω καὶ ἐμπόριο, ὅτ᾿ εἶμαι γυμνός, νὰ ντυθῶ. Αὐτὸς ἦταν
φιλάργυρος, δὲν μό ῾δινε τίποτας). Πρώτη συμφωνία αὐτείνη, τοῦ εἶπα, καὶ
δεύτερον τὰ ψώνια τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ βαστάῃ ἡ γυναίκα σου τὰ χρήματα καὶ τὸν
λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, καὶ νὰ μοῦ δίνῃ νὰ τῆς ψωνίζω, νὰ ζυάζῃ ὅταν φέρνω
τὸ ψώνιο καὶ ὅ,τι κάνει νὰ πλερώνῃ. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ ψώνια, νὰ μὴν μὲ
λέτε ὅτι σᾶς ἔκλεψα, ὅτι τώρα μὲ βλέπετε γυμνὸν καὶ αὔριον ντυμένον καὶ θὰ λέτε
ὅτ᾿ εἶμαι κλέφτης. Ἔκατζα μ᾿ ἐκεῖνες τὶς συμφωνίες ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ ἔκαμα ῾σ αὐτὸν
δέκα χρόνους. Μό᾿ ῾δωσε καὶ αὐτὸς διὰ μιστὸν τετρακόσια γρόσια ὅλα. Τοῦ ζήτησα ἕνα
δάνειο καὶ μοῦ τὸ᾿ ῾δῶσε μὲ τόκον τὰ δέκα δώδεκα τὸν χρόνον. Τοῦ ῾φκιασα ὁμολογία
καὶ τὴν ἔχω ὡς σήμερον. Αὐτὸ τὸ τζιρακλίκι μό᾿ ῾καμε κι᾿ αὐτός.
Ἐκεῖ ῾μπρός εἰς τὸ σπίτι του ἦταν μία πιάτζα καὶ μαζώνονταν οἱ ἄρχοντες,
οἱ ἔμποροι, καὶ κάθονταν ὡς τὰ μεσάνυχτα τὸ καλοκαίρι. Τότε ἐγὼ ἔβανα καὶ
καθάριζαν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τοὺς ἔδινα καὶ ὅ,τι τοὺς χρειάζονταν, τοὺς
καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τῶν χωριῶν. Ζήτησα ἀπὸ
αὐτοὺς τοὺς προεστοὺς καὶ ἐμπόρους ἕνα δάνειον καὶ μὲ δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες
γρόσια, εἶχα καὶ ἐγὼ ὡς τότε καπετάλι εἰκοσιτέσσερα γρόσια, τὰ προστοίχησα εἰς
τοὺς χωργιάτες καὶ ἔπιασα βρώμη τὸν χειμώνα, νὰ τὴν λάβω εἰς τ᾿ ἁλώνια. Τὴν
πιάνω τέσσερα γρόσια τὸ ξάι, τὴν σύναξα εἰς τ᾿ ἁλώνια (καὶ ἦταν ἔλλειψη) καὶ τὴν
πουλῶ δεκαέξι. Πιάνω ὅλα αὐτὰ τὰ χρήματα. Τὴν ἄλλη χρονιὰ τὸν χειμώνα τὰ πιάνω ἀραποσίτι
ἀπὸ ἕντεκα γρόσια τὸ ξάι, τὸ συνάζω εἰς τ᾿ ἁλώνια, τὸ πουλῶ εἰς τὴν Ἄρτα
τριάντα τρία. Ὅτ᾿ ἦταν πανούκλα εἰς τὴν Ἄρτα καὶ ἦταν ἔλλειψη τὸ ψωμί. Τότε ἔφκιασα
ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἄρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος
καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι᾿
ἀληθινὸν φίλον, τὸν Ἁϊγιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὸν σήμερον – ἔχω καὶ τ᾿ ὄνομά μου
γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου,
ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁποῦ δοκίμασα..
Στρατηγὸς
Μακρυγιάννης
Κυριακή 12 Μαΐου 2024
Ἀμοργὸς
Στοῦ
πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ
πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ
πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ
πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ
διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας
κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Νίκος Γκάτσος
Σάββατο 11 Μαΐου 2024
Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός
Στήν κοινή ζωή ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπιτρέπει σιγά-σιγά νά κατανοήσουμε τήν
ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε μέ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε
νά ζοῦμε μέ ἑκατομμύρια προσώπων πού τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι, προοδευτικά, εἰσχωροῦμε
σέ βαθύ πόνο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό πνεῦμα μας πρέπει ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ ὅλες
τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, καί ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν καθημερινῶν
φροντίδων καί δυσκολιῶν. Οἱ μικρές αὐτές ἐργασίες, οἱ προστριβές πού τίς
συνοδεύουν, εἶναι ἀσφαλῶς ἀναπόφευκτες, ἀλλά δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς
μας. Ὁ προορισμός μας εἶναι νά γίνουμε «κάθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὅμως «ἐγώ»
δέν μπορῶ νά φέρω μέσα μου μιά μικρή ἀδελφότητα, πῶς θά μποροῦσα νά ἀγκαλιάσω, ὅπως
ὁ Χριστός, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στόν χρόνο καί τόν χῶρο;
Νά ζοῦμε χριστιανικά σημαίνει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε
τίς ἴδιες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως μᾶς
λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἄν βρισκόμαστε
μέ ὅλο μας τό εἶναι στήν ἐσωτερική αὐτή κίνηση, ὁ νοῦς δέν θά χαθεῖ στά
μικροπράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ζήλιες, οἱ προστριβές καί τά μικρά προβλήματα τῆς
καθημερινῆς ζωῆς θά περάσουν ἐντελῶς ἀπαρατήρητα.
Τελοῦμε ἀπό κοινοῦ τή Λειτουργία. Ἀλλά πληρώνουμε τό τίμημά της: ὁ
καθένας μας ὀφείλει νά φροντίζει γιά τή σωτηρία ὅλων. Ἡ ζωή μας εἶναι ἀτελεύτητο
μαρτύριο.
Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἐκτός ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή κατά τήν ἐργασία.
Μεταβάλλετε ὅ,τι ὀφείλετε νά κάνετε σέ προσευχή. Ἀνοίγετε μιά πόρτα, ζητῆστε ἀπό
τόν Κύριο ν’ ἀνοίξει γιά σᾶς τήν πόρτα τῆς μετανοίας. Κτίζετε, ἀναλογισθεῖτε
ὅτι κοπιάζετε ματαίως καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο, ἄν ὁ Ἴδιος ὁ
Θεός δέν συμμετέχει στήν οἰκοδομή. Δέν συνηθίζω ν’ ἀναζητῶ πνευματικές συμβουλές
ἀπό ἀρχηγούς κρατῶν καί στρατηγούς, ἀλλά ἡ περίπτωση τοῦ Κρόμγουελ εἶναι ἐνδιαφέρουσα.
Προετοιμαζόμενος γιά κάποια μάχη, προσευχόταν: «Κύριε, θά εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος
σήμερα· ἐνδέχεται νά Σέ ξεχάσω, ἀλλά Σύ μή μέ ξεχάσεις».
Μηχανευθεῖτε τρόπους νά εἶστε μέ τόν Θεό!
Στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν ἤμουν ἀκόμη δόκιμος, ἕνας γέρος μοναχός μοῦ εἶπε
κάποια μέρα τό ἑξῆς ἀξιόλογο σχετικά μέ τίς πιό ταπεινές ἐργασίες: «Καμιά ἐργασία
δέν ὑποβιβάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μόνο ἡ ἁμαρτία ὑποβαθμίζει τή θεία
ζωή μέσα μας». Οἱ ἐργασίες πού δέν μποροῦν νά καταστοῦν πάθος ταιριάζουν
καλύτερα στήν πνευματική ζωή. Ἄν εἶμαι μάγειρας, ἑτοιμάζω τό φαγητό
προσευχόμενος γι’ αὐτούς πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριός μας. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ πάθος.
Ταυτοχρόνως ἡ ἐργασία αὐτή ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί μοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπηρετῶ
τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εἰρήνη, ἄν κρατᾶμε
τέτοια στάση.
Ποιός θά εἶναι ὁ πρῶτος; Ὁ Κύριος λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μας, ἔστω καί ἄν ἀκόμη
ἡ ὑλική ζωή μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ. Οἱ στόχοι τῆς ζωῆς τοῦ
κόσμου εἶναι ἄλλοι, καί κανείς δέν ἔχει πιά χρόνο νά προσεύχεται.
Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται πρός τόν Θεό, ὅλα γίνονται εὔκολα.
Χωρίς τή δυναμική αὐτή κίνηση πρός τόν Θεό, ἡ ζωή χάνει τό νόημά της.
Στή Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μοῦ ἔτυχε κάποτε νά ἔχω ταυτοχρόνως ὡς
δεκατέσσερα διακονήματα. Τό ἀνέφερα στόν πνευματικό μου: «Δέν κατορθώνω νά ἐκπληρώσω
τά καθήκοντά μου: Ἔχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μοῦ ἀπάντησε: «Κάνεις λάθος,
δέν ἔχεις παρά ἕνα μόνο». –«Ἀλλά, πατέρα μου», ἀπήντησα, «ἔχω δεκατέσσερα!». –«Ὄχι»,
μοῦ εἶπε πάλι, «δέν κάνεις παρά ἕνα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά
καί προχώρησε στό ἑπόμενο…».
Ἀρχιμ.
Ζαχαρίας Ζάχαρου
Παρασκευή 10 Μαΐου 2024
Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια
μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ
χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
Τί γύρευα ὅταν
ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν
Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα
τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
Πέμπτη 9 Μαΐου 2024
Τετάρτη 8 Μαΐου 2024
Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:
Τρίτη 7 Μαΐου 2024
Ὁ «διάλογος μὲ τὶς μὴ χριστιανικὲς
θρησκεῖες»
Ἡ ἐποχή μας εἶναι μία πνευματικὰ ἀνισόρροπη ἐποχή, στὴν ὁποία πολλοὶ Ὀρθόδοξοι
Χριστιανοὶ βρίσκονται «κυμαινόμενοι καὶ παρασυρόμενοι ἀπὸ κάθε ἄνεμο τῆς
διδασκαλίας, μέσα στὴ δολιότητα τῶν ἀνθρώπων, μέσα στὴν πανουργία τους πρὸς τὸν
σκοπὸ τῆς μεθοδικῆς παραπλάνησης» (Ἐφεσ. 4:14). Φαίνεται πραγματικὰ νὰ ἔχει ἔρθει
ὁ καιρὸς ὅπου οἱ ἄνθρωποι «δὲν θὰ ἀνέχονται τὴν ὑγιῆ διδασκαλία, ἀλλὰ θὰ
συσσωρεύσουν δασκάλους σύμφωνα μὲ τὶς δικές τους ἐπιθυμίες, ἐπειδὴ θὰ αἰσθάνονται
γαργαλισμὸ στ’ αὐτιά τους, καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἀλήθεια θὰ ἀποστρέψουν τὴν ἀκοή
τους, θὰ τραποῦν δὲ πρὸς τοὺς μύθους.» (Β’ Τιμοθ. 4:3-4).
Διαβάζει κανεὶς μὲ κατάπληξη γιὰ τὶς τελευταῖες πράξεις καὶ διακηρύξεις
τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ κινήματος. Στὸ πιὸ λεπτὸ ἐπίπεδο, Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ποὺ ἀντιπροσωπεύουν
τὴν ἀμερικανικὴ διαρκῆ Συνδιάσκεψη Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καὶ ἄλλα ἐπίσημα Ὀρθόδοξα
Σώματα διεξάγουν «διαλόγους» μὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Προτεστάντες κι ἐκδίδουν
«κοινὰ ἀνακοινωθέντα» μὲ θέματα ὅπως ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ πνευματικότητα, καὶ τὰ
παρόμοια – χωρὶς κἄν νὰ πληροφοροῦν τοὺς ἑτεροδόξους ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι
ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν ὁποία ὅλοι εἶναι προσκεκλημένοι, ὅτι μόνο τὰ δικά
της Μυστήρια εἶναι χορηγοὶ χάριτος, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα μπορεῖ νὰ
γίνει κατανοητὴ μόνο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ξέρουν ἐμπειρικὰ μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ «διάλογοι» εἶναι μία συμβατικὴ καρικατούρα τῆς γνήσιας
χριστιανικῆς συνομιλίας – μίας συνομιλίας ποὺ ἔχει σκοπὸ τὴ σωτηρία ψυχῶν.
Πράγματι, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ συμμετέχουν σ’ αὐτοὺς τοὺς «διαλόγους»
ξέρουν ἢ ὑποπτεύονται ὅτι δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ Ὀρθόδοξη μαρτυρία, ὅτι ἡ ἴδια ἡ
ἀτμόσφαιρα τοῦ οἰκουμενιστικοῦ «φιλελευθερισμοῦ» ἀκυρώνει ὁποιαδήποτε ἀλήθεια
μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ σ’ αὐτούς· ἀλλὰ σωπαίνουν, γιατί τὸ «πνεῦμα τῶν καιρῶν»
σήμερα εἶναι συχνὰ δυνατότερο ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς Ὀρθόδοξης συνείδησης.
Σὲ πιὸ ἐκλαϊκευμένο ἐπίπεδο, ὀργανώνονται οἰκουμενιστικὲς «συνδιασκέψεις»
καὶ «συζήτηση», συχνὰ μὲ ἕναν «Ὀρθόδοξο ὁμιλητὴ» ἢ ἀκόμα μὲ τὴν τέλεση μίας «Ὀρθόδοξης
Λειτουργίας». Ἡ προσέγγιση σ’ αὐτὲς τὶς «συνδιασκέψεις» εἶναι συχνὰ τόσο ἐρασιτεχνική,
καὶ ἡ γενικὴ στάση σὲ αὐτὰ ἔχει τέτοια ἔλλειψη σοβαρότητας, ποὺ ἀντὶ νὰ
προάγουν τὴν «ἑνότητα» ποὺ ἐπιθυμοῦν αὐτοὶ ποὺ τὶς προωθοῦν, οὐσιαστικὰ
χρησιμεύουν στὸ νὰ ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξη μίας ἀδιάβατης ἀβύσσου μεταξύ της ἀληθινῆς
Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς οἰκουμενιστικῆς νοοτροπίας.
Στὸ ἐπίπεδο τῆς δράσης, οἱ οἰκουμενιστὲς ἀκτιβιστὲς ἐπωφελοῦνται ἀπὸ τὸ
γεγονὸς ὅτι διανοούμενοι καὶ θεολόγοι εἶναι διστακτικοὶ καὶ δίχως ρίζες στὴν Ὀρθόδοξη
θεολογία, καὶ χρησιμοποιοῦν τὰ ἴδια τους τὰ λόγια σχετικὰ μὲ τὴ «θεμελιώδη
συμφωνία» πάνω σὲ μυστηριακὰ καὶ δογματικὰ σημεῖα ὡς δικαιολογία γιὰ ἐπιδεικτικὰ
οἰκουμενιστικὲς πράξεις, μὴ ἐξαιρουμένης τῆς μετάδοσης τῆς Θείας Κοινωνίας σὲ αἱρετικούς.
Καὶ αὐτὴ ἡ κατάσταση σύγχυσης δίνει μὲ τὴ σειρά της μία εὐκαιρία γιὰ οἰκουμενιστὲς
ἰδεολόγους στὸ πιὸ ἐκλαϊκευμένο πεδίο, νὰ ἐκφέρουν κενὲς διακηρύξεις ποὺ ὑποβιβάζουν
βασικὰ θεολογικὰ θέματα στὸ ἐπίπεδο φτηνῆς κωμωδίας, ὅπως ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας
ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ πεῖ: «Σᾶς ρωτᾶ ποτὲ ἡ γυναίκα σας πόσο ἁλάτι πρέπει
νὰ βάλει στὸ φαγητό; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἔχει τὸ ἀλάθητο. Ἀφῆστε τὸν Πάπα νὰ τὸ ἔχει ἐπίσης,
ἂν θέλει».
Ὁ πληροφορημένος καὶ συνειδητὸς Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ρωτήσει:
Ποῦ θὰ τελειώσουν ὅλα αὐτά; Δὲν ὑπάρχει ὅριο στὴν προδοσία, τὴ νόθευση καὶ τὴν
αὐτοκαταστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας;
Δὲν ἔχει ἀκόμα παρατηρηθεῖ πολὺ προσεκτικὰ ποῦ ὁδηγοῦν ὅλα αὐτά, ἀλλὰ
λογικὰ τὸ μονοπάτι εἶναι ξεκάθαρο. Ἡ ἰδεολογία πίσω ἀπὸ τὸν οἰκουμενισμό, ἡ ὁποία
ἔχει ἐμπνεύσει οἰκουμενιστικὲς πράξεις καὶ διακηρύξεις ὅπως οἱ παραπάνω, εἶναι ἤδη
μία καλὰ προσδιορισμένη αἵρεση: Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει, κανεὶς δὲν
κατέχει τὴν ἀλήθεια, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομεῖται μόλις τώρα. Ἀλλὰ δὲν χρειάζεται
πολλὴ σκέψη γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ἡ αὐτοκαταστροφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ταυτόχρονα ἡ αὐτοκαταστροφὴ τοῦ ἴδιου του Χριστιανισμοῦ· ὅτι ἂν
καμμιὰ ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε οὔτε ὁ συνδυασμὸς ὅλων τῶν
αἱρέσεων θὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια μὲ τὴν ὁποία τὴν ἵδρυσε ὁ
Χριστός. Καὶ ἂν ὅλα τὰ «χριστιανικὰ» σώματα εἶναι συνδεδεμένα μεταξύ τους, τότε
ὅλα μαζὶ εἶναι σχετικὰ μὲ ἄλλα «θρησκευτικὰ» σώματα, καὶ ὁ «χριστιανικὸς» οἰκουμενισμὸς
μπορεῖ νὰ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα μόνο μία συγκρητιστικὴ παγκόσμια θρησκεία.
Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ ἀνυπόκριτος σκοπὸς τῆς μασονικῆς ἰδεολογίας, ἡ ὁποία
ἔχει ἐμπνεύσει τὸ οἰκουμενιστικὸ κίνημα, καὶ αὐτὴ ἡ ἰδεολογία διακατέχει τώρα
τόσο πολὺ αὐτοὺς ποὺ συμμετέχουν στὸ οἰκουμενιστικὸ κίνημα ὥστε ὁ «διάλογος» καὶ
ἡ τελικὴ ἕνωση μὲ τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες ἔχουν φτάσει νὰ εἶναι τὸ λογικὸ
ἑπόμενο βῆμα γιὰ τὸ νοθευμένο Χριστιανισμὸ τοῦ σήμερα.
π. Σεραφεὶμ Ρόουζ
Δευτέρα 6 Μαΐου 2024
Κυριακή 5 Μαΐου 2024
κόψετε παιδιὰ τὴν πασχαλιὰ
κι ὅλα μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια
τρέξετε ν᾿ ἀλλάξωμε φιλιά.
καὶ μοσχοβολοῦν οἱ ἐκκλησιές,
μόσχος τὰ φιλιὰ στὸ κάθε στόμα,
τὰ φιλιὰ τῆς ἄνοιξης δροσιές.
καὶ τ᾿ ἀρνί μας ψήνεται σιγά.
Καὶ μὲ τῆς Ἀνάστασης τὴ χάρη
φέρτε νὰ τσουγκρίσουμε τ᾿ αὐγά.
Σάββατο 4 Μαΐου 2024
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς - ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,
ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!