Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019



Ἡμερολόγιο πολέμου (1)
Κηφισιά, Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940.
Ξυπνῶ μὲ τὶς καμπάνες, ποὺ σημαίνουν τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου καὶ τὸν πρῶτο συναγερμό. Ὁ ὡραιότατος καιρός, οἱ καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ἰδιαίτερη, κάποια ἔξαψη, ποὺ αἰσθάνομαι ἀμέσως τριγύρω μου, στὸ σπίτι, στὸν δρόμο, στὰ ἄλλα σπίτια καὶ στοὺς κήπους, ὅλα αὐτὰ προσδίδουν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ στὴν ἡμέρα, ποὺ ἀρχίζει μία ὄψη ἐορτάσιμη, πανηγυρική. Ἡ πρώτη μου σκέψη εἶναι: “Τὸ μεσημέρι, τὸ ἀργότερο, θὰ ἔρθουν τὰ ἀεροπλάνα νὰ μᾶς βομβαρδίσουν”.
Ξεκινῶ γιὰ τὴν Ἀθήνα νωρίτερα ἀπὸ τὴ συνηθισμένη μου ὥρα. Στὸ δρόμο, ἐνῶ πηγαίνω πρὸς τὸν Πλάτανο νὰ πάρω τὸ λεωφορεῖο, μὲ συνοδεύει μία γριὰ προσφυγίνα, μαγείρισσα σὲ κάποιο σπίτι, ποὺ τρέχει νὰ πάει στὸν Πειραιὰ νὰ δεῖ τί γίνονται τὰ παιδιά της. Εἶναι πανικόβλητη, μοῦ μιλᾶ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Σμύρνης, γιὰ τὰ πτώματα στοὺς δρόμους.
Στὸ λεωφορεῖο διαβάζω τὴν ἐφημερίδα καὶ ξεχνιέμαι. Οἱ ἐπιβάτες μιλοῦν γιὰ τὸν πόλεμο μὲ πολλὴ ψυχραιμία καὶ κάποτε μὲ εὐθυμία.
Μετὰ τοὺς Ἀμπελόκηπους, μπαίνοντας στὴν Ἀθήνα, ἀντικρίζω τὴν πρώτη πολεμικὴ εἰκόνα καὶ αἰσθάνομαι τὴν πρώτη συγκίνηση τῆς ἡμέρας. Μία στρατιωτικὴ μονάδα φεύγει ἀπὸ τὰ Παραπήγματα. Οἱ στρατιῶτες εἶναι ἄοπλοι. Εἶναι πολὺ νέοι καὶ καλὰ ντυμένοι. Γελοῦν, τραγουδοῦν, κάνουν σὰν παιδιά, ποὺ ξεκινοῦν καὶ πορεύονται σὲ μία εὐχάριστη ἐκδρομή. Μὲς στὸ λεωφορεῖο μία γυναίκα ξαφνικὰ ἀρχίζει νὰ κλαίει μὲ λυγμούς, μία ἄλλη κλαίει κρυφά, στρέφει τὸ πρόσωπό της πρὸς τὰ ἔξω, γιὰ νὰ μὴν τὴ δοῦν.
Φτάνω στὸ γραφεῖο καὶ ὕστερα βγαίνω στὴν ὁδὸ Βουκουρεστίου. Παντοῦ ὑπάρχει μία κίνηση ἀσυνήθιστη, ἀλλὰ τίποτε ποὺ νὰ μοιάζει μὲ φόβο. Ὁ κόσμος εἶναι γενναῖος καὶ εὔθυμος, πηγαινοέρχεται στοὺς δρόμους, συζητεῖ μὲ θέρμη, ἀλλὰ χωρὶς ὑπερβολικὴ νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω ὅλη τὴν ἀπάθειά μου, ποὺ εἶχε θαρρεῖς κλονιστεῖ γιὰ μία στιγμὴ στὸ λεωφορεῖο. Αἰσθάνομαι ὅτι ἀνήκω σ’ ἕνα σύνολο, ποὺ δὲν ἔχασε τὴν αὐτοπειθαρχία του. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ μοῦ γεννᾶ κάποια ὑπερηφάνεια.
Στὴ γωνία Βουκουρεστίου καὶ Σταδίου μία ἀρκετὰ μεγάλη διαδήλωση νέων ἔχει ἐπιτεθεῖ στὰ γραφεῖα τῆς ἰταλικῆς ἀεροπορικῆς ἑταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τὶς πόρτες, μπαίνουν μέσα καὶ τὰ σπάζουν ὅλα, γεμίζουν τὸ δρόμο μὲ συντρίμμια καὶ χαρτιά. Τὸ νεανικὸ πλῆθος φωνάζει καὶ γελᾶ. Αἰσθάνομαι ὅτι μοῦ μεταδίδει τὸν ἐνθουσιασμό του, φωνάζω καὶ ἐγὼ καὶ γελῶ.
Σιγά-σιγὰ ἡ Ἀθήνα παίρνει τὸ ὕφος τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἑορτῶν, κάτι ποὺ θυμίζει λ.χ. τὰ Ἑκατόχρονα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ πιὸ αὐθόρμητα, πιὸ νεανικά. Καιρὸς θαυμάσιος, καταγάλανος οὐρανός. Πλήθη νέων ἔχουν χυθεῖ στοὺς κεντρικοὺς δρόμους μὲ λάβαρα, σημαῖες, δάφνες, μουσικές. Ὁ κόσμος συμμετέχει σ’ αὐτὲς τὶς ἐκδηλώσεις, χειροκροτεῖ, ζητωκραυγάζει. Εἶχα πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια νὰ δῶ τέτοιον ἐνθουσιασμὸ στὴν Ἀθήνα. Αἰσθάνεται κανεὶς ἕνα πάθος μὲς τὸν ἀέρα, ἕνα φανατισμό, μία λεβεντιά. Ξύπνησε τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο, εἶναι κάτι ὡραῖο. Καὶ μία τέλεια ἐθνικὴ ἑνότητα. Εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου, ποὺ αἰσθάνομαι τέτοια ὁμόνοια νὰ βασιλεύει στὸν τόπο.
Γιῶργος Θεοτοκᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου