Κυριακή 30 Ιουνίου 2024

 


Ἄλλοτε η θάλασσα...

Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός

Γιῶργος Σαραντάρης

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024


Τὸ ἐρημονήσι
Γειά σου Ἀπρίλη γειά σου Μάρτη
    καί πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη καί κατάρτι
    καί γυρεύω ἕνα νησί
    πού δέ βρίσκεται στό χάρτη

Τό κρατᾶνε στόν ἀέρα
    τέσσερα χρυσά πουλιά
Δέ γνωρίζεις ἐκεῖ πέρα
    οὔτε κλέφτη οὔτε φονιά
    οὔτε μάνα καί πατέρα

Τά λουλούδια μεγαλώνουν
    κάθε νύχτα τρεῖς ὀργιές
Τίς ἀκρογιαλιές ἰσκιώνουν
    καί τά δέντρα στίς πλαγιές
    σάν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μές στῆς ἐρημιᾶς τ' ἀγέρι
    ὅλ' ἁγιάζουνε μεμιᾶς
Πιάνεις τοῦ Θεοῦ τό χέρι
    καί στά κύματα ἀκουμπᾶς
    σάν ἀγριοπεριστέρι

Γειά σας ἔχτρες γειά σας μίση
    καί γινάτι καθενός
Ἅμα βρεῖς τό ἐρημονήσι
    ὅλα τ' ἄλλα εἶναι καπνός
    Μία φορά νά τό 'χεις ζήσει.


Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Ὁ πιὸ στενός μου φίλος
Στὸ τελευταῖο σας γράμμα μοῦ εἴχατε στείλει μιὰ εἰκόνα μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὰ ζῶα στὸν Παράδεισο. Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ σᾶς στείλω κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου ζωγραφισμένο ἕνα πουλί, τὸν πιὸ στενό μου φίλο, γιατί, ἂν σᾶς ἔστελνα ζωγραφισμένο ἕνα φίδι, νομίζω, θὰ σᾶς ἔπιανε φόβος. Τὸν ἔχω ὀνομάσει Ὄλετ, ποὺ σημαίνει στὰ ἀραβικὰ «παιδί». Μένει στὸ ραχώνι, πεντακόσια μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Καλύβι μου.
Κάθε μεσημέρι τοῦ πηγαίνω καλούδια καὶ φιλεύματα. Μόλις τοῦ δίνω κάτι νὰ φάη, παίρνει λίγο καὶ φεύγει. Ἐγὼ τὸ φωνάζω νὰ ἔρθη, ἀλλὰ αὐτὸ φεύγει καὶ σὲ λίγο ἔρχεται κρυφὰ ἀπὸ πίσω καὶ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ζακέτα μου. Ὅταν πάω νὰ φύγω, μὲ ξεπροβοδίζει σὲ ἀπόσταση ἑκατὸ μέτρων περίπου, κι ἐγώ, γιὰ νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω μου καὶ κουρασθῆ, τοῦ ἀφήνω κανένα ψίχουλο, γιὰ νὰ ἀπασχοληθῆ, καὶ φεύγω γρήγορα, γιὰ νὰ μὲ χάση. Τώρα τελευταῖα ἄφησε τὴν ἄσκηση καὶ ζητάει καλοπέραση!... Οὔτε σπασμένο ρύζι τρώει οὔτε βρεγμένο παξιμάδι, ἀλλὰ μόνο σκουληκάκια, ποὺ θέλει νὰ τὰ βάζω στό... πιάτο –στὴν χούφτα μου –καὶ νὰ ἀνεβαίνη ἐκεῖ νὰ τρώη. Πρόοδος! Εἶναι μέρες ποὺ πανηγυρίζω μὲ τὸν Ὄλετ καὶ τὴν συντροφιά του.
Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς: «Γιατί κάνεις ἐξαιρέσεις στὸν Ὄλετ; Γιατί δὲν κάνεις τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἄλλα πουλιά;». Ἀπαντῶ: «Ὅταν φωνάζω τὸν Ὄλετ νὰ ἔρθη, φέρνει μαζί του καὶ ἄλλα πουλιά, φίλους του, τὰ ὁποῖα τρέχουν ἀμέσως στὸ φαΐ, ἐνῶ ὁ Ὄλετ ἔρχεται ἀπὸ ὑπακοὴ καὶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι νηστικός, κάθεται ἀρκετὴ ὥρα μαζί μου καὶ ξεχνάει τὸ φαγητό· ἐγὼ τοῦ τὸ θυμίζω. Καὶ τώρα ποὺ καλωσύνεψε ὁ καιρὸς καὶ βρίσκει ζουζούνια νὰ φάη, ὅταν τὸ φωνάζω, πάλι ἔρχεται, γιὰ τὴν ὑπακοή, ἐνῶ εἶναι χορτάτο καὶ δὲν τὸ ἀναγκάζει ἡ πεῖνα. Ἔ, πῶς νὰ μὴν τὸ χαίρεσαι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ αὐτὸ τὸ φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀγάπη νὰ τὸ σφίξω μέσα στὴν χούφτα μου, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως κάνω σὰν τὴν μαϊμοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη σφίγγει τὰ παιδιά της καὶ τελικὰ τὰ πνίγει. Γι ̓ αὐτὸ σφίγγω τὴν καρδιά μου καὶ τὸ χαίρομαι ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλάψω. Μιὰ μέρα ἄργησα νὰ πάω στὸ ραχώνι καὶ ὁ Ὄλετ, ἐπειδὴ φυσοῦσε πολύ, εἶχε λουφάξει ἀπὸ νωρίς. Ἄφησα τὸ φαγητό του καὶ ἔφυγα, χωρὶς νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησα νὰ πάω πολὺ νωρίς, γιατὶ ἀνησύχησα μήπως τὸ ἔφαγε κανένα γεράκι. Αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ πρωὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ εἶχα ἀφήσει ἀποβραδίς, «τὸ πείραξε ὁ λογισμὸς» καὶ κατέβηκε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ μὲ περίμενε. Ὅταν μὲ εἶδε, ἔκανε σὰν τρελλὸ ἀπὸ τὴν χαρά του. Τοῦ ἔδινα νὰ φάη, ἀλλὰ αὐτὸ περισσότερο ἤθελε συντροφιὰ παρὰ φαγητό. Τὸ θαυμάζω γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει, καθὼς καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη του.
Εὔχεσθε νὰ μιμηθῶ τὶς ἀρετές του. Πιστεύω νὰ μὴν ἔχετε παράπονο· σᾶς τὰ εἶπα ὅλα, χωρὶς νὰ πάρω τὴν συγκατάθεση τοῦ Ὄλετ. Ἐλπίζω νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσω, μιὰ ποὺ δὲν θὰ γίνουν γνωστὰ ἔξω... Ἔχετε τοὺς χαιρετισμοὺς τοὺς δικούς του καὶ τοὺς δικούς μου τοὺς πολλούς. Στὸ Καλύβι μου ὄχι μόνον τὰ πετούμενα πουλάκια ἀλλὰ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ –τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελῶνες, σαῦρες, φίδια –χορταίνουν ἀπὸ τὴν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μου καὶ χορταίνω κι ἐγώ, ὅταν χορταίνουν αὐτά, καὶ ὅλοι μαζί, «τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά», «αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον».

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024


Ὁ γλάρος

Μιὰ βάρκα ἦταν μόνη σὲ μιὰ θάλασσα γαλάζια
κι ἤτανε κι ἕνας γλάρος μὲ ὁλόλευκα φτερά·
κι ὅλο τὴν κοντοζύγωνε γιὰ νὰ τῆς κάνει νάζια
καὶ τὶς φτεροῦγες του ἔβρεχε στὰ γαλανὰ νερά.
Καὶ ζήλεψα τὴ βάρκα τὴ μικρὴ τὴ χιονάτη,
ποὺ τῆς φιλοῦσε ὁ γλάρος τὸ κατάλευκο πανί,
καὶ νοιώθω σὰν βαρκούλα στὰ γαλάζια τὰ πλάτη
ποὺ ὅλο περιμένω κάποιο γλάρο νὰ φανεῖ.
Ἕνα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στὴ γλάστρα
κι ἦρθε μιὰ πεταλούδα ποὺ πετοῦσε σὰν τρελή,
καὶ ποιὸς νὰ ξέρει ἄραγε τί τοῦ ᾿πε ἡ ξελογιάστρα
κι ἐκεῖνο ἐκοκκίνησε ἀκόμα πιὸ πολύ.
Καὶ ὅλο συλλογιέμαι τὰ φτερὰ τ᾿ ἀνοιγμένα
ἀλλὰ τὸ τί νὰ εἶπαν δὲν τὸ βρίσκω ὁμολογῶ,
ποιὸς ἄραγε τὸ ξέρει νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ μένα,
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα κι ἂς κοκκίνιζα κι ἐγώ.
Χτὲς τὸ φεγγάρι ἀσήμωσε τῆς λεύκας μας τὰ φύλλα
ποὺ στέκονταν ἀκίνητη ἐκεῖ στὴν ἐρημιά,
κι ὅταν ὁ μπάτης φύσηξε τῆς ἦρθε ἀνατριχίλα,
κι ἀμέσως τρεμουλιάσανε τὰ φύλλα τ᾿ ἀσημιά.
Καὶ ὅλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πὼς κάτι
πρέπει νὰ εἶπε ὁ μπάτης μυστικὰ μὲς στὰ κλαδιά·
ἂς τ᾿ ἄκουγα ἀπὸ σένα τὰ λογάκια τοῦ μπάτη
κι ἂς ἔνοιωθα νὰ τρέμει σὰν τὰ φύλλα ἡ καρδιά.

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Ἀλέκος Σακελλάριος


Τετράδιο 110 * Φεβρουάριος 2009

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2024


Δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτείνη
Ἀπὸ τότε ὁποῦ ἔπεσε ὁ Μαυροκορδάτος καὶ ἡ φατρία του ἔπεσε ὅλως διόλου καὶ ἡ ἐπιρροὴ τῆς Ἀγγλίας καὶ ἡ δύναμη τῆς Ἀγγλικῆς πρεσβείας. Ἐλαμπρύνθη ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του κι᾿ ὅλες οἱ ξεκλησμένες παντιέρες καὶ οἱ σαβοῦρες τοῦ τόπου. Κι᾿ ὁ πρέσβυς τῆς Γαλλίας ἦταν τὸ πᾶν καὶ κοντὰ εἰς τὸν Βασιλέα καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Καὶ ἦταν τὸ «λύσε» καὶ τὸ «δέσε» καὶ γενικὸς συβουλάτορας σὲ ὅλα ὁ κύριος Πισκατόρης· κι᾿ ἀδελφὸς στενὸς τοῦ πρώτου ὑπουργοῦ Κωλέτη. Κι᾿ ὅ,τι ὁδηγίες ἔστελνε ὁ Φίλιππας ὁ βασιλέας τῆς Γαλλίας καὶ ἡ κυβέρνησή του ἐκεῖνο γένονταν. Κι᾿ ὅλος ὁ ἀγώνας τους, τώρα ὁποῦ ἔλαβαν ἐπιρροὴ καὶ τὰ μέσα ἐδῶ, εἶναι διὰ τὴν θρησκείαν· σκολειὰ γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ πλῆθος ἄλλα μέσα καὶ κατήχησες εἰς τὸν κόσμο γιὰ νὰ προβοδέψουν αὐτὸ τὸ ἔργον. Μάσαν κι᾿ ὅλους τοὺς μπερμπάντες δικούς μας καὶ ξένους κι᾿ ἀγωνίζονται εἰς αὐτὸ τὸ ἀντικείμενον μὲ μεγάλη προθυμία. Καὶ ποιοὶ ἐργάζονται εἰς αὐτό; Μεγάλοι ἄντρες, βασιλέας πλούσιος ἀπὸ σοφία, ἀπὸ κατάστασιν, ἀπὸ ὑπηκόγους. Καὶ τί ἀγωνίζεται αὐτός; Ν᾿ ἀλλάξῃ τὴν θρησκείαν ἑνοῦ ξεψυχησμένου καὶ μικρούτζικου ἔθνους – νὰ πάρῃ μισὸ δράμι νερὸν νὰ τὸ ρίξῃ εἰς τὴν θάλασσα νὰ τὴν γλυκάνῃ, νὰ πγῇ νερὸ αὐτός.
Μεγάλε βασιλέα, δὲν εἶναι δική σου δουλειὰ αὐτείνη. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἔργα ἑνοῦ ἀνώτερου βασιλέα, τοῦ Θεοῦ. Θέλει αὐτὸς ν᾿ ἀκούγῃ δοξολογίαν ξεχωριστὴ ἀπὸ τὴν δική σου. Θέλει κάθε ἔθνος κατὰ τὴν θρησκείαν του νὰ τὸν σέβεται, νὰ τὸν λατρεύῃ καὶ νὰ τὸν δοξάζῃ. Οἱ ψεῦτες καὶ οἱ κόλακες, ὁποῦ σᾶς κάνουν ὅλους ἐσᾶς τοὺς βασιλεῖς μὲ τὴν γλυκή τους γλώσσα καὶ χάνετε τὴν δικαιοσύνη σας καὶ γίνεστε ἐπίορκοι εἰς τὸν Θεὸν καὶ δοξολογᾶτε τὸν διάβολον, αὐτεῖνοι δὲν πιστεύουν Θεόν. Δὲν δουλεύουν διὰ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία αὐτεῖνοι, δουλεύουν οἱ γενναῖγοι ἄντρες καὶ σκοτώνονται δι᾿ αὐτά. Ἐκεῖνοι θέλουν νά ῾χουν τὴν θρησκεία τους καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τῆς θρησκείας, καὶ τότε λέγεστε κ᾿ ἐσεῖς δίκαιοι βασιλεῖς, ἐπίτροποι τοῦ Θεοῦ, ὅταν τοὺς ἀφίνετε ἐλεύτερους εἰς τὰ αἰστήματά τους. Καὶ ζῆτε δοξασμένοι ἀπὸ τοὺς ὑπηκόγους σας κι᾿ ὄχι ἀπὸ τοὺς τεμπέληδες. Ὄχι νὰ κάθεσαι ἐσύ, ἕνας μεγάλος βασιλέας, καὶ νὰ καταγένεσαι ν᾿ ἀλλαξοπιστήσῃς μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καὶ σβυσμένοι ἀπὸ τὴν κοινωνίαν. Ἐκεῖνος ὁποῦ τοὺς κυρίεψε τοὺς ἔκαιγε εἰς τοὺς φούρνους, τοὺς ἔκοβε γλῶσσες, τοὺς παλούκωνε ν᾿ ἀλλάξουν τὴν θρησκείαν τους καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτας.
Τώρα Θεός, δίκιος καὶ παντοδύναμος, ὁποῦ ὁρίζει κ᾿ ἐσένα, ἀνάστησε αὐτεῖνο τὸ μικρὸ ἔθνος καὶ θέλει νὰ δοξάζεται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως κι᾿ ἀνατολικῶς, καθὼς οἱ ἐδικοί σου ὑπήκοοι τὸν δοξάζουν δυτικῶς. Κ᾿ ἐσὺ μεγάλος χριστιανὸς δυτικὸς βασιλέας, ἐπίτροπος τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν λαόν σου, πρέπει νὰ προσέχῃς νά ῾χῃ αὐτὸς λαὸς ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ νὰ τὸν παρακινῇς νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν κατὰ τὴν θρησκείαν του· κ᾿ ἐσέναν καὶ τὴν πατρίδα του νὰ σᾶς σέβεται, κι᾿ ὄχι νὰ χάνῃς τῆς βασιλικές σου στιμὲς καὶ τῆς πολυτίμητες· νὰ ὁδηγῇς τὸν «γκενεράλ» Κωλέτη σου, (ὁποῦ δὲν ἤξερε πῶς βάνουν τὴν πέτρα εἰς τὸ ντουφέκι καὶ τὸν ὀνόμασες καὶ γκενεράλη· ὅτι οἱ Μεγαλειότες σας ὅλους τοὺς τοιούτους τοὺς τιμᾶτε καὶ δοξάζετε, ὅτι αὐτεῖνοι ἐκτελοῦν τὴν θέλησή σας), καὶ καταγίνεται νὰ γυρίσῃ ἀπὸ τὴν θρησκεία τους τοὺς ἀπογόνους τῶν παλιῶν Ἑλλήνων, τὰ παιδιὰ τοῦ Ρήγα, τοῦ Μάρκο Μπότζαρη, τοῦ Καραϊσκάκη, τοῦ Δυσσέα, τοῦ Διάκου, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Νικήτα, τοῦ Κυργιακούλη, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κανάρη, τῶν Ὑψηλάντων κι᾿ ἀλλουνῶν πολλῶν, ὁποῦ θυσιάσαν καὶ τὴν ζωή τους καὶ τὴν κατάστασίν τους δι᾿ αὐτείνη τὴν ὀρθόδοξη θρησκεία καὶ δι᾿ αὐτείνη τὴν ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα. Μεγαλειότη σου μπορεῖ νὰ μὴν τὰ ξέρῃς αὐτά· Κωλέτης καὶ οἱ συντρόφοι του δὲν τὰ ξέρουν; Μαυροκορδάτος καὶ οἱ ὀπαδοί του δὲν τὰ ξέρουν; Καὶ οἱ ἄλλες φατρίες δὲν τὰ ξέρουν, νὰ σᾶς εἰποῦνε, τῆς Μεγαλειότης σας καὶ τῆς συντροφιᾶς σας, ὅτι· «Αὐτὸ δὲν γένεται εἰς τὴν θρησκεία μας καὶ εἰς τὴν πατρίδα μας, ὅτι αὐτείνη θρησκεία κι᾿ αὐτείνη πατρίδα εἶναι δική μας καὶ μᾶς τίμησε κιόλα καὶ μᾶς γιόμισε δόξες, σταυροὺς καὶ μᾶς ἔδωκε βαρυοὺς μιστοὺς καὶ ἔκαμεν Ἐκλαμπρότατους καὶ μᾶς τιμάει καὶ μᾶς σέβεται, ὁποῦ ἤμαστε πρῶτα τουρκοκόπελα καὶ τώρα ἐγίναμεν τοιοῦτοι». Ἂν εἶναι τοιοῦτοι αὐτεῖνοι ὅλοι, προδότες τῆς θρησκείας τους κι᾿ ὅλων τῶν τίμιων ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, Βασιλέας μας διατὶ ἀμελεῖ ἀπάνου εἰς αὐτό; Ὅταν δέχτη νὰ ῾ρθῇ νὰ βασιλέψῃ κι᾿ ὁρκίστη ὅτι θὰ βασιλέψῃ καὶ θὰ δοικήσῃ Ἕλληνες ὀρθόδοξους χριστιανοὺς καὶ θὰ τοὺς διατηρήσῃ θρησκεία, τιμή, κατάσταση καὶ συνταματικῶς θὰ κυβερνάγηὅλα αὐτὰ Μεγαλειότης του διατὶ τὰ ἀμέλησε καὶ τὰ τζαλαπάτησε;

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

 


Ἡ λυπημένη

Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·

κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·

κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·

μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

Γιῶργος Σεφέρης

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024


Ὁ γάμος ὡς μυστήριο
Εἶναι κοινὴ διαπίστωση ὅτι σήμερα ὁ γάμος περνᾶ κρίση. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν διαζυγίων. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ τόσα ζευγάρια ποὺ χωρὶς νὰ φθάσουν στὸ διαζύγιο ζοῦν κατὰ συνθήκη καὶ κατ’ ἀνοχὴ συζυγικὴ ζωὴ καὶ δὲν βρίσκουν καμιὰ εὐτυχία καὶ καμιὰ χαρὰ στὸ δεσμό τους.
Ἕνα σοβαρὸ αἴτιο τῆς κρίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι οἱ «ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν» Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν τὸ γάμο τους ὡς Μυστήριο.
Πολλοὶ Χριστιανοὶ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ κοσμικὸ καὶ ἄθεο κλίμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ εἶναι σήμερα διάχυτο (ἐφημερίδες, τραγούδια, περιοδικά, θεάματα, διαφημίσεις) ἀντιλαμβάνονται τὸν γάμο ὡς ἕνα φυσικό, βιολογικὸ ἢ κοινωνικοοικονομικὸ μόνο γεγονός. Ὁ πανσεξουαλισμὸς ἔχει ἐπηρεάσει βαθύτατα τὴ σκέψη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοποθετεῖ τὴν εὐτυχία του ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὸ σέξ. Ἔτσι ὁ γάμος θεωρεῖται ὡς ἕνα νόμιμο καὶ ἐγκεκριμένο ἀπὸ τὴν κοινωνία ἐρωτικὸ παιχνίδι, χωρὶς καμία συνείδηση εὐθύνης καὶ ἀποστολῆς. Ὅταν παρέλθει ἡ ἐρωτικὴ εὐχαρίστηση τότε καὶ ὁ γάμος δὲν ἔχει νόημα. Οἱ σύζυγοι χωρίζουν γιὰ νὰ βροῦν νέο σύντροφο καὶ νέα περιπέτεια.
Ὅταν ὅμως ὁ γάμος μένει ἕνα φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς χωρὶς νὰ γίνει «μυστήριον», χωρίς, δηλαδή, νὰ περάσει μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴ Βασιλεία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ καὶ νὰ σώσει. Ὁ γάμος ὡς φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς ἀνήκει στὸν κόσμο ποὺ ὑπάρχει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, ζωή, ἄνθρωπος, φύση, κοινωνία, εἶναι ἀλύτρωτα. Εἶναι ὄψεις τοῦ πεσόντος κόσμου, ποὺ λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔχει δηλητηριασθεῖ, ἔχει ἀρρωστήσει θανάσιμα. Ἔτσι καὶ ὁ γάμος ὡς γεγονὸς φυσικὸ ἢ κοινωνικὸ εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ χαρίσει ἀκεραία καὶ ὁλοκληρωμένη ζωή.

Ὅταν ὁ γάμος γίνει «Μυστήριον» μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὸ φυσικό τους γάμο ἀπὸ τὸν παλαιό, ἀλύτρωτο καὶ χωρὶς Θεὸ κόσμο τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὸν καινό, θεανθρώπινο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε Μυστήριο, ἄλλως τε, εἶναι μία μετάβαση καὶ μία μεταμόρφωση τοῦ παλαιοῦ κόσμου καὶ τῆς παλαιᾶς ζωῆς στὸν καινὸ κόσμο καὶ καινὴ «ἐν Χριστῷ» ζωή, ποὺ προσφέρεται ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδιαιτέρως μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν παλαιὸ κόσμο γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁριστικὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία ἑνώνεται διὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ὅλους τοὺς λυτρωμένους πιστούς. 
Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνουν «ἕν νέον θεανθρώπινον σῶμα».
Αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴ Θεία Εὐχαριστία γίνεται καὶ στὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου. Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τους σὲ μία αἰωνία καὶ θεανθρώπινη ἕνωση. Ἀπὸ μία ἕνωση τοῦ παλαιοῦ, ἀρρωστημένου κόσμου μεταμορφώνονται σὲ μία ὑγιῆ «ἐν Χριστῷ» ἕνωση μέσα στὴν καινὴ κτίση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἁπλούστερα: Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου δὲν ἑνώνεται μόνο ὁ γαμπρὸς καὶ ἡ νύφη, ἀλλ’ ἑνώνεται μαζί τους καὶ ὁ Χριστὸς ἢ μᾶλλον καὶ οἱ δύο ἑνώνονται «ἐν τῷ Χριστῷ», ὁ ὁποῖος κάνει ἔτσι τὴν ἕνωσή τους ἁγία, τέλεια, ὑγιῆ, θεανθρώπινη.
Ἐννοεῖται ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος ἕνα γεγονὸς μεταμορφώσεως στὶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μέρους τῶν μελλονύμφων τυπικὴ παρακολούθηση τῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου χωρὶς καμία συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ τελούμενο Μυστήριο.
Μετὰ ἀπὸ μία συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο ἱδρύεται ἕνα νέο «σπίτι», μία μικρὴ Ἐκκλησία, ἕνα μικρὸ Βασίλειο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ Μυστήριο ἀρχίζει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Ὅ,τι ἑνώνει τοὺς συζύγους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ἕλξη τῶν δύο φύλων, ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότητα κ.τ.λ. ἀλλὰ πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός.
Εἰς τὸ νέο σπίτι δὲν βασιλεύει αὐταρχικὰ ὁ ἄνδρας ἢ ἡ γυναίκα, ἀλλὰ ὁ Χριστός, διότι καὶ οἱ δύο θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὸ δικό τους θέλημα. Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς οἰκογένειας ἱδρύεται ἕνα μικρὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Οἱ σύζυγοι κατὰ τὴν ἱεροτελεστία στεφανώνονται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῃ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».
Εἶναι τόσον ἁγία ἡ θεανθρωπίνη ἕνωση τοῦ κατὰ Θεὸν Γάμου, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴ σχέση τῶν συζύγων μὲ τὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν». Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος μία φανέρωση καὶ μία ἀποκάλυψη τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία, πρέπει οἱ σύζυγοι συνεχῶς νὰ ξεπερνοῦν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ κρύβουν μέσα τους, νὰ σταυρώνουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πάθη τους καὶ νὰ ἀποκτοῦν σὲ βάθος τὴν ἁγία ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Γάμος εἶναι μία συμμετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν καινή, δηλ. νέα, ἀναστημένη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν σταυρωθεῖ πρῶτα μαζί του καὶ δὲν θάψει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο.
Οἱ δύο σύζυγοι βοηθοῦνται ἀμοιβαία νὰ σταυρώσουν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν ἀκολουθία τοῦ Γάμου ψάλλεται τὸ «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες…», ἐνῶ γίνεται μία λιτανεία στὴ ὁποία προηγεῖται ὁ Ἱερέας κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ λιτανεία αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μία συνεχὴς πορεία τῶν συζύγων πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας. Ἡ πορεία αὐτὴ τῶν συζύγων θὰ γίνει προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου στὸ μαρτυρικὸ δρόμο τοῦ καθημερινοῦ τους ἀγῶνα νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν κακὸ ἑαυτό τους καὶ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι στὸ σύντροφο τῆς ζωῆς τους.
Ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν ἀποδεχθοῦν τὸ γάμο τους ὡς ἀγώνα καὶ θυσία, πῶς θὰ ἐπιζήσει ἡ σχέση τους ὅταν ἐμφανισθοῦν οἱ πρῶτες δυσκολίες;
Αὐτὰ δὲν ἐξαντλοῦν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ γάμου. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς ὁρισμένες εἰσαγωγικὲς σκέψεις.
Πρέπει πάντως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν κατηχηθοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν συνείδηση τῆς οὐσίας τοῦ γάμου, ὡς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.
Πολλὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργο μας δὲν εἶναι ἔργο ληξιάρχου – εὐλογίας καὶ καταγραφῆς ἑνὸς κοινωνικοῦ γεγονότος – ἀλλὰ ἔργο ποιμένα καὶ χειραγωγοῦ ἐν Χριστῷ.
Οἱ μελλόνυμφοι, οἱ νεόνυμφοι καὶ οἱ ἔγγαμοι χριστιανοὶ πρέπει νὰ διδαχθοῦν ἀπὸ τοὺς ποιμένες τους ποιὰ σημασία ἔχει ὁ γάμος τους, γιατί εἶναι «μυστήριον» καὶ πῶς μποροῦν «ἀξίως» νὰ περάσουν τὴν ἔγγαμη ζωή τους.
Στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο μας – ἔργο πράγματι ποιμαντικὸ- πρέπει νὰ βοηθηθοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι «τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια» τῶν κληρικῶν.
Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας δὲν εἶναι ἔργο μόνον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, ἀλλ’ ὁλόκληρης τῆς κοινότητος, τῆς ἐνορίας καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι καλοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν στοὺς ποιμένες ὁ καθένας κατὰ τὴν κλήση του καὶ τὸ δοθὲν χάρισμα ποὺ πῆρε.
Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Κυριακή 23 Ιουνίου 2024


Σὲ εἴκοσι λεπτὰ θὰ εἶναι ἐδῶ
Τὸ 1990 ἢ 1991 ἕνας καθολικὸς φαρμακοποιὸς ἀπὸ τὸν Βόλο εἶχε κατηχηθεῖ καὶ ἤθελε νὰ βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τὴν Πεντηκοστή.
Ὅλα ἦταν ἕτοιμα καὶ ἀπὸ τὸ Σάββατο εἶχαν ἔλθει ὁ ἀνάδοχος καὶ ὁ ὑποψήφιος πρὸς βάπτιση.Τὴν Κυριακὴ καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, μπαίνει ὁ ἀνάδοχος στὸ Ἱερὸ τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος καὶ τοῦ λέει ὅτι ὁ ὑποψήφιος γιὰ τὴ βάπτιση, ὁ ὁποῖος παρακαλοῦσε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ βαπτισθεῖ, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ βαπτισθεῖ καὶ ἔφυγε, φεύγει γιὰ τὸν Βόλο.
-Μὴ στενοχωρεῖσαι, παιδί μου, τοῦ λέει ὁ Γέροντας, σὲ 20 λεπτὰ θὰ εἶναι ἐδῶ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε φτάσει στὸν Ἁγιόκαμπο καὶ εἶχε βγάλει εἰσιτήριο γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸ καράβι, κάτω ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα καὶ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πράγματι, γύρισε πίσω σὲ 20 λεπτὰ μὲ σφοδρὴ τὴν ἐπιθυμία νὰ βαπτισθεῖ.
Ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Ἁγιόκαμπο στὸ Μοναστήρι εἶναι τουλάχιστον πενήντα λεπτὰ ἀλλὰ αὐτὸς χωρὶς νὰ τρέχει (καὶ μὲ 200 νὰ πηγαίνεις εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσεις σὲ 20 λεπτά) ἔφτασε σὲ 20 λεπτὰ στὸ Μοναστήρι.
Ἔγινε ἡ βάπτιση καὶ ἔλαμπε ὁλόκληρος, καὶ τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπη -γιατί ἐκεῖ ἔγινε ἡ βάπτιση-, εὐωδίαζε ἐπὶ μία ἑβδομάδα.
Γέρων Γαβριὴλ, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Δαβὶδ