Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Συνάντηση Ἁγίων σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο τῆς Βιέννης
Μάϊος τοῦ 2003 καὶ ἡ Διακαινίσιμη περίοδος ἦταν στὸ τέλος της. Μὲ συντροφιὰ ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολὺ πρωί- ἀξημέρωτα ἀκόμα- γιὰ ἕνα προσκύνημα, στὴν Ἱ. Μ. τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας. Ἡ παρέα μας, γνωστὸς Ἡγούμενος Μεγάλης Ἁγιορείτικης Μονῆς, ἕνας Ἱερομόναχος καὶ ἕνας ἀκόμα λαϊκός.
Εἶχα καιρὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ κάνω ἐκεῖνο τὸ προσκύνημα καὶ νὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ τὸν ὀνομαστὸ ἐπιστήθιο φίλο τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη, τὸν Ἅγιο Γέροντα π. Ἀμβρόσιο Λάζαρη. Παρακλήθηκα, περασμένες 12 τὴν προηγούμενη τὸ βράδυ, νὰ κάνω τὸν ὁδηγὸ τῆς συνοδείας, γιατὶ «κάτι ἔτυχε στὸν προγραμματισμένο ὁδηγὸ» τῆς παρέας… Ἡ χάρη τῆς Παναγίας μὲ κάλεσε νὰ ζήσω τὰ γεγονότα ποὺ καταγράφω.
Ὁ ἥλιος ποὺ ξεπρόβαλε μᾶς βρῆκε νὰ ἀνηφορίζουμε μὲ τὸ αὐτοκίνητο τὶς στροφὲς τοῦ Παρνασσοῦ. «Μάγεμα ἡ φύση κι’ ὄνειρο». Οἱ λαμπερὲς πρωινὲς ἀκτίνες του χρύσιζαν τὶς δροσοσταλίδες στὰ φύλλα τῶν δέντρων καὶ τῶν λουλουδιῶν, δίνοντας τὴ θέα καὶ τὴν αἴσθηση μικρῶν διαμαντιῶν ποὺ σκορπίστηκαν ἁπλόχερα. Ὁ καθαρὸς βουνήσιος ἀέρας καὶ ἡ πρωινὴ δροσιὰ παράβγαιναν λές, γιὰ τὸ ποιό θὰ μᾶς πρωτοευχαριστήσει. Μέσα σὲ μία Πασχαλιάτικη πρωτόγνωρη χαρά, ἀνάμεσα στὰ ἔλατα, στὰ πεῦκα, τὶς καρυές, τὸ θυμάρι καὶ τὶς κουμαριές, τὸ αὐτοκίνητό μας ἦταν ὁ μόνος θόρυβος στὴ φύση. Στὴν μοναξιὰ καὶ ἡσυχία ποὺ τίποτα ἄλλο δὲ διέκοπτε, τριγύρω, ἐκτὸς ἀπ’ τὰ πουλιὰ ποὺ τραγουδοῦσαν ἢ φτερούγιζαν ἀθόρυβα, φθάσαμε, περασμένες ἑξήμισυ τὸ πρωί, στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς. Στὶς ἑπτὰ ἔπρεπε νὰ ἀρχίσει ἡ Θ. Λειτουργία.
Στὴν εἴσοδο τῆς Μονῆς τῆς Παναγίας τῆς Γαυριώτισσας μᾶς περίμενε μ’ ἕνα φτυάρι στὰ χέρια, τακτοποιώντας ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο φρεσκοφερμένη κοπριά, γιὰ τὰ φυτὰ καὶ τὰ λουλούδια τῆς Μονῆς, ὁ πνευματικός της Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης. Μὲ ἔκδηλη χαρὰ μικροῦ παιδιοῦ χαιρέτησε τοὺς ἱερεῖς καὶ περίμενε καὶ μένα νὰ σταθμεύσω τὸ αὐτοκίνητο σὲ ἀσφαλὲς σημεῖο. Βγῆκα ἀπ’ τὸ αὐτοκίνητο καὶ βρέθηκα μπροστὰ σὲ ἕνα γίγαντα ἱερωμένο, μὲ ἕνα πλατὺ θεϊκὸ χαμόγελο καὶ μία τεράστια ἀγκαλιά.
«Ἔλα Παναγιώτη λεβέντη καὶ ἀργήσαμε. Μᾶς περιμένει ἡ Παναγία». Ἀσπάστηκα τὸ χέρι του καὶ σκέφθηκα ὅτι κάποιος τοῦ εἶπε τ’ ὄνομά μου. Μπήκαμε στὸν περίβολο κι’ ἀπὸ τὸ διάδρομο ἀνάμεσα στὶς ὁλάνθιστες περιποιημένες τριανταφυλλιὲς πηγαίναμε πρὸς τὸ καθολικὸ τῆς Ἱ. Μονῆς.
«Θὰ ψάλλουμε μαζὶ σήμερα κ. Εἰσαγγελέα. Πολὺ χαρὰ ἔχω ποὺ ἤρθατε» Ἀπορῶ ἐγὼ πάλι, ἀλλὰ ὑποθέτω ὅτι, γιὰ τὴν ἰδιότητά μου, κάποιος θὰ τοῦ εἶπε κάτι, ἀλλὰ πότε; μέσα στὴ νύχτα; Πῶς τὰ ξέρει ὅλα αὐτὰ γιὰ μένα. Πρώτη φορὰ τὸν συναντῶ… Ἄλλο ὁδηγὸ περίμενε.
Μπήκαμε στὸ Ναό. Διάβασα τὸν ἑξάψαλμο, ἔψαλε ὁ π. Ἀμβρόσιος, μαζί του καὶ ἐγὼ σὲ μία κατανυκτικὴ ἀνοιξιάτικη ἀτμόσφαιρα. Μοναδικὴ ἐμπειρία Θ. Λειτουργίας. Ἤμουνα δίπλα σὲ ἕνα ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας κι’ ἔζησα μοναδικὲς στιγμές. Ἡ συνέχεια μοῦ τόδειξε ἀδιαμφισβήτητα.
Γίγαντας στὸ σῶμα, στὴν ψυχὴ καὶ στὴν ἁγιότητα, ὁ Γέροντας μᾶς καλοδέχθηκε στὸ ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, μετὰ τὸ «δι’ εὐχῶν» τῆς ἀκολουθίας. Ἡ Γερόντισσα Παρθενία (ἂν θυμᾶμαι σωστά) καὶ οἱ ἀδελφές, σέρβιραν καφέ, τσάϊ ἀπὸ τὸν Παρνασσό, μέλι, ψωμί, τυρί, παξιμάδια καὶ πολὺ ἀγάπη.
Οἱ συμβουλὲς τοῦ Γέροντα, μὲ κοφτὸ λόγο ποὺ δὲν ἐπέτρεπε ἀντίρρηση, προσωποποιημένες γιὰ τὸν καθένα μας, ἔκαναν τοὺς ἀκροατές του νὰ τὸν παρακολουθοῦν μὲ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον. Ἡ ὥρα πέρασε καὶ οἱ προσκυνητὲς ἀραίωσαν. Μείναμε ἡ παρέα μας, ὁ Γέροντας καὶ δύο τρία πρόσωπα γνωστά του. Ὁ Ἁγιορείτης ἡγούμενος ἀποσύρθηκε νὰ ἐξομολογήσει κάποιους ποὺ εἶχε μαζί τους συνεννοηθεῖ.
Μέχρις ὅτου ἑτοιμασθεῖ ἡ Τράπεζα, μᾶς κάλεσε στὸ ἀπέριττο κελί του, ὕψιστη τιμὴ γιὰ ἕνα ἐπισκέπτη, καὶ γυρίζοντας σὲ μένα μοῦ λέει: «Εἰσαγγελέα, τὸ βλέπεις αὐτό, δείχνοντάς μου παράλληλα ἕνα ἰδιόμορφο πέτρωμα, ὅσο ἕνα μανταρίνι σὲ μέγεθος, μέσα σ’ ἕνα μικρὸ γυάλινο βαζάκι, πάνω στὸ κομοδίνο. Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου καὶ ὁ Γέροντας συνέχισε.
«Ἄκου ποὺ λὲς εἰσαγγελέα μου. Πρὶν καιρὸ πέρασε ἀπὸ δῶ ἕνας Ἑλβετὸς γιατρός, φίλος τοῦ Δεσπότη τῆς Λαμίας, τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ἤρθανε μαζί. Ἐγὼ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπέφερα ἀπὸ κάτι πόνους στὴ μέση καὶ ὁ Δεσπότης τὸ ἤξερε. Λέει τοῦ γιατροῦ τὸ πρόβλημα καὶ ἐκεῖνος, ἀφοῦ μὲ ἐξέτασε, εἶπε ὅτι πρέπει νὰ χειρουργηθῶ ἄμεσα. Εἶναι πρόβλημα νεφροῦ αὐτὸ καὶ ἡ ἐγχείρηση, θὰ φρόντιζε αὐτός, νὰ γίνει στὴ Βιέννη, στὸ καλλίτερο νοσοκομεῖο. Ἔκαμα ὑπακοὴ στὸ Δεσπότη καὶ πῆγα, ποὺ λές, στὴν Ἑλβετία. Μπῆκα στὸ νοσοκομεῖο, γίνανε οἱ ἐξετάσεις καὶ προγραμματίστηκε ἡ ἐγχείρηση. Ὅλοι συμφωνοῦσαν μὲ τὴ διάγνωση κι’ ἔλεγαν ὅτι εἶναι σοβαρὴ ἐγχείριση… Μοῦ ἔλεγαν νὰ μὴν ἀνησυχῶ καὶ τέτοια.
Ἐγὼ πάλι, μία ἀπορία τὴν εἶχα, ἀλλὰ δὲν ἀνησυχοῦσα, γιατὶ εἶχα ζήσει πολλὰ θαύματα… ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ μὲ πῆρε ἄγγελος ἀπὸ μία μπίντα στὸν Πειραιά, νὰ μὲ πάει νὰ γίνω καλόγερος στὸ Ἅγιο Ὄρος, κι’ ὅταν ἔφθασα ἐκεῖ μὲ περίμεναν στὴν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ οἱ Σαράντα Μάρτυρες, ὁλοζώντανοι δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ σὰ φρουρά, γιὰ νὰ περάσω, μέχρι ποὺ μὲ ἔστειλε ὁ Γέρων Πορφύριος νὰ φτιάξω τὸ μοναστήρι Της, μετὰ τὸν παπα-Ἀνυπόμονο, καὶ μέχρι τώρα ποὺ σοῦ μιλάω, καὶ τί θαῦμα δὲν εἶδα. Γι’ αὐτὸ σοῦ εἶπα δὲ φοβόμουνα. «Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτὸς σὲ διαθρέψει» δὲν λέει;
Τὴν παραμονὴ τῆς ἐγχείρισης ἀπόγευμα, κατέβηκα στὸν κῆπο τοῦ νοσοκομείου νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ περπατήσω. Μεγάλο νοσοκομεῖο! Ὅπως περπάταγα, βλέπω ποὺ λές, εἰσαγγελέα μου, κι’ ἕναν ἄλλο παπά, πολύ-πολὺ γνωστό, μέτριο ἀνάστημα, νά ‘ρχεται πρὸς τὸ μέρος μου, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριά, ἀπὸ ἄλλη πόρτα τοῦ νοσοκομείου. Ἔφθασε κοντά μου, χαιρετηθήκαμε.
Τί κάνεις παπα-Ἀμβρόσιε, πόσο χαίρομαι ποὺ σὲ βλέπω!!! Πολὺ καλὰ πάτερ μου, ἀλλὰ νά, σκέφτομαι τὸν κόσμο μας, τὰ λάθη μας, τὶς ἁμαρτίες μας, πονάω κιόλας, ἀλλὰ Δόξα τῷ Θεῷ…
Πιάσαμε πολλὴ κουβέντα, ποὺ λές, ἀλλὰ ντρεπόμουνα νὰ τὸν ρωτήσω τ’ ὄνομά του ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ θυμηθῶ μὲ τίποτα. Μοῦ ἦταν ὅμως πολὺ γνωστός, εἴπαμε γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο, τὸν Σεραφείμ, γιὰ Δεσποτάδες, γιὰ πολλά… Τὸν θαύμασα! Ἀλλὰ πῶς τὸν ρωτᾶς «πῶς σὲ λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπὴ τὸ ’νοιωθα κάτι τέτοιο…
Περπατήσαμε ὥρα. Σουρούπωσε καὶ ἔπρεπε νὰ γυρίσω στὸ θάλαμο, νὰ περάσουν οἱ νοσοκόμες, νὰ ἑτοιμαστῶ γιὰ τὴν ἐγχείριση. Καθὼς τὸ σκεφτόμουνα, μοῦ λέει: Ἄντε πᾶμε μέχρι τὸ θάλαμο, Ἀμβρόσιε, καὶ θὰ φύγω καὶ γώ. Δὲν μποροῦσα νὰ τοῦ φέρω ἀντίρρηση καὶ παρακαλοῦσα τὴ χάρη Της νὰ θυμηθῶ τὸ ὄνομά του… Μπήκαμε κι’ ἔκατσε δίπλα μου στὸ κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ἀκόμα λίγο καὶ κάποια στιγμὴ βάζει τὸ χέρι του στὰ πλευρά μου καὶ μοῦ λέει: Ἐδῶ θὰ ἐγχειρισθεῖς; Ναὶ ἀδερφέ μου τοῦ λέω… Ἀμέσως ἔνοιωσα ἕνα πόνο, ὅπως μὲ ἀκούμπησε, καὶ ἔντονη ἐπιθυμία νὰ πάω στὴν τουαλέτα. Πῆγα καὶ «Μέγας εἶ Κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου».
Μὲ ἔντονους πόνους, σὰν τοὺς πόνους τῆς γέννας λένε εἶναι τοῦτοι, ἔβγαλα αὐτὴ τὴν πέτρα ποὺ βλέπεις. Γύρισα ἐξαντλημένος στὸ κρεβάτι καὶ λέω στὸν παπὰ ποὺ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ: Πάτερ μου, μοῦ εἶσαι τόσο γνωστός, μὰ τόσο γνωστός, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι τὸ ὄνομά σου. Συγχώρα με!!! Ἀλλὰ πῶς σὲ λένε καὶ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;
Σηκώνεται καὶ τί μοῦ λέει: Μ’ ἀγαπᾶς τόσο πολὺ κι’ ἐγὼ σ’ ἀγαπῶ καὶ δὲν μὲ θυμᾶσαι Ἀμβρόσιε; Ἄκου νὰ δεῖς, ἐδῶ βρέθηκα γιατὶ πάω ὅπου θέλω, συκοφαντήθηκα καὶ κατηγορήθηκα ἔτσι ποὺ τὰ λέγαμε στὸν κῆπο ὅσο κανένας ἄλλος καὶ ἡ ἀμοιβή μου εἶναι νὰ πηγαίνω ὅπου θέλω καὶ ὅποτε θέλω γιὰ νὰ βοηθάω τοὺς ἀνθρώπους… Εἶμαι ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος!!! κι’ ἐπειδὴ σ’ ἀγαπῶ, ἦρθα καὶ σὲ χειρούργησα. Αὐτὸ νὰ τὸ δείξεις αὔριο στοὺς γιατρούς, γιατὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, εἶναι ἀσταύρωτοι καὶ ἀμύρωτοι. Ὅταν τὸ δοῦν καὶ σὲ ἐξετάσουν, πές τους ὅτι σὲ χειρούργησα ἐγώ. Θὰ τὸ καταλάβουν. Σ’ ἀφήνω τώρα καὶ καλὴ ἀντάμωση, καλὴ ἐπιστροφή… καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ θάλαμο...»
Αὐτὴ ποὺ λὲς εἰσαγγελέα μου εἶναι ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ μανταρινιοῦ ποὺ βλέπεις. Τό ’χω ἐδῶ γιὰ νὰ μὴν ξεχάσω ποτὲ τὴ συνάντηση… Εἴπαμε κι’ ἄλλα πολλά, μὲ τὸν Γέροντα Ἀμβρόσιο, ἀλλὰ γι’ αὐτὰ ἴσως κάποια ἄλλη φορά. Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.
Σήμερα, στὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Ἁγίου τῆς ἄκρας ὑπομονῆς, ποὺ ἔπαθε ἀπὸ τὸν τότε ἄθεο εἰσαγγελέα Ἀττικοβοιωτίας, ποὺ τὸν ἐπεσκέφθη στὸ Μοναστήρι του στὴν Αἴγινα καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο του ράσο, ταρακουνώντας τον, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ ποῦ ἔχει τὰ παιδιὰ ποὺ ἔκανε μὲ τὶς καλόγριες (!!!), θυμήθηκα τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου στὸν γνωστό, διορατικὸ Γέροντα Ἀμβρόσιο. Τὸ θυμήθηκα καὶ τὸ κατέγραψα, ὅπως μοῦ τὸ διηγήθηκε. Ὅ,τι ἔγραψα τὸ ἔγραψα ὡς ἐλάχιστο θυμίαμα στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου τοῦ αἰῶνος. Εὐελπιστῶ ὅτι καὶ ὁ Γέρων Ἀμβρόσιος θὰ συμφωνήσει μὲ τὸ εἶδος καὶ τὴν ἔκταση τοῦ θυμιάματος, ἀπὸ τὰ οὐράνια σκηνώματα.
Ἔγραψα ἐπίσης ὅ,τι ἔγραψα, γιατὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος κατεκρίθη καὶ κατεδικάσθη ἀδίκως, τόσο ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἐκλησιαστικὴ δικαιοσύνη τῆς ἐποχῆς του, ὅσο κανεὶς ἄλλος. Τοῦ ὀφείλουν καὶ οἱ δύο αὐτὲς καὶ οἱ λειτουργοί τους αἰώνια συγνώμη. Τὸ προσωπικό μου ἀπολογητικὸ χρέος αὐτῆς τῆς ὀφειλόμενης συγγνώμης μὲ ὁδήγησε στὴν καταγραφὴ τῆς συζητήσεώς μου μὲ τὸν Γέροντα Ἀμβρόσιο. Τίποτα περισσότερο καὶ τίποτα λιγότερο.
Ὁ ἐν ἐσχάτοις χρόνοις φανεὶς «ἀρετῆς φίλος γνήσιος» ἂς πρεσβεύει ὑπὲρ τῆς χειμαζομένης Ἑλλάδος μας «ἀναβλύζων ἰάσεις παντοδαπὰς» καὶ ἐνεργῶν «πᾶσιν ἰάματα».
Ἀθήνα 9 Νοεμβρίου 2016
Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ.
Παναγιώτης Ἀγγελόπουλος, Εἰσαγγελεὺς Ἐφετῶν Ἀθηνῶν

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

 


Ἄ, ἐσὺ δὲν ξέρεις νὰ προσευχηθῆς!

Μ’ ἔμαθε νὰ προσεύχωμαι κατανυκτικὰ καὶ μὲ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, ποὺ κατοικοῦσε στὸ Πέραμα Πειραιῶς καὶ τὴν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικὰ ὄχι μὲ τ’ ὄνομά της, ἀλλὰ μὲ τὸ παρατσούκλι «ἡ Αὐγουλοῦ», γιατὶ πούλαγε φρέσκα αὐγά, νὰ ἐξοικονομήση τὸν «ἄρτον τὸν ἐπιούσιον».

Ὡς περιοδεύων πέρασα μιὰ μέρα ἀπ’ τὸ φτωχικό της σπίτι, γιὰ νὰ εἰσπράξω μιὰ συνδρομὴ γιὰ τὸ περιοδικὸ ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καὶ βρισκόταν ἐκεῖ τὸ παιδί της, ποὺ διήρχετο τὴν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τὸ καντήλι στὸ εἰκονοστάσι κι ἔκανα στὸ παιδὶ τὴν πρότασι, ἂν ἤθελε, μέχρι νὰ ᾽λθη ἡ μητέρα του νὰ προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε ἂς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τὴν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Ἄ, ἐσὺ δὲν ξέρεις νὰ προσευχηθῆς! Ἐγὼ κατεπλάγην ἀπ’ τὴν τολμηρὴ αὐτὴ παρατήρησι καὶ τὸν ρώτησα νὰ μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατὰ τὴ γνώμη του πρέπει νὰ προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει, δὲν ξέρω θεολογία, ἀλλὰ βλέπω τὸ παράδειγμα τῆς μητέρας μου, ποὺ ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς «Κύριε Ἐλέησον», πέφτει συνεχῶς σὲ μετάνοιες, κτυπάει τὸ στῆθος της καὶ τρέχουν ποτάμι τὰ δάκρυά της!

Μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νὰ γνωρίσω αὐτὴ τὴν ὑπέροχη γυναῖκα καὶ νὰ διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τὴ χαρισματικὴ προσευχή της.

Ἐκείνη τὴ μέρα δὲν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιὰ ἄλλη μέρα πέρασα νὰ τὴ συναντήσω καὶ βρέθηκα μπροστὰ σὲ μιὰ συγκλονιστικὴ σκηνὴ προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, ποὺ τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τὰ αὐγὰ καὶ μπεκρόπινε. Ἐκείνη τὴ μέρα κατὰ τὴν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τὸ μεθύσι του τὴν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τὰ χρήματα καὶ τῆς εἶχε πετάξει τὴν Καινὴ Διαθήκη μέσα στὸ πηγάδι! Ἐγὼ δὲ τὴ βρῆκα γονατιστὴ στὸ πηγάδι νὰ προσεύχεται καὶ νὰ λέη: Χριστέ μου καὶ Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τὸ βιβλίο μὲ τὰ ἱερὰ γράμματα, τὸ ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στὸ πηγάδι δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀσέβεια, ἀλλὰ ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τὰ ἱερὰ αὐτὰ Γράμματα, ποὺ θὰ λειώσουν καὶ θὰ γίνουν ἕνα μὲ τὸ νερό, νὰ τὰ πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νὰ μετανοήση, νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ νὰ σωθῆ, νὰ μὴν πάη στὴν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατὶ ὁ κόσμος μὲ ἔχει γιὰ καλή, ἐνῶ ἐγὼ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλὰ ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!

Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024


Ἕνα πρᾶγμα μὲ ἐνδιαφέρει
Θὰ πρέπει ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπίστευτα ἀνόητος ἄν, φτάνοντας στὰ χρόνια της ὡριμότητας, δὲν ἀναρωτιέται πότε-πότε, μὲς στὴν παραζάλη τῆς ζωῆς: «Γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἦρθα στὸν κόσμο; Γιατί ζῶ;»
Ὅταν εἶναι κανεὶς νέος, καιρὸς κυλάει τόσο γρήγορα, οἱ διασκεδάσεις εἶναι τόσο πολλές, καὶ τὸ τέρμα τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς μοιάζει νά εἶναι τόσο μακριά, ὥστε δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τέτοιες αὐτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σὲ μένα, αὐτὸ εἶχε συμβεῖ. Οἱ φοιτητὲς τῆς ἰατρικῆς, συνήθως, δὲ διακρίνονται γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καί, φυσικά, οὔτε ἐγώ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποτελῶ ἐξαίρεση σ' αὐτὸ τὸν κανόνα. Στὰ ἐργαστήρια τῆς ἀνατομίας, ὅπου διαμελίζονται σὲ χίλια-δυὸ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δέ μοῦ φάνηκε τίποτα περσότερο ἀπὸ μία πολύπλοκη μηχανή. Στὶς αὐτοψίες ποὺ εἶχα παρακολουθήσει, τίποτα δὲν εἶδα ποὺ νὰ μὲ κάμει νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει μὲς στὸ κορμὶ μία ψυχὴ ἀθάνατη. Ὅταν συλλογιόμουν τὸν Θεό, ἄθελά μου στὸ στόμα μου χάραζε ἕνα χαμόγελο ἀνωτερότητας, ποὺ ἔδειχνε τὴν περιφρόνηση ποὺ αἰσθανόμουν γιὰ ἕναν τόσο παμπάλαιο μῦθο.
Ὅταν ὅμως πῆρα τὸ πτυχίο τοῦ γιατροῦ καὶ βγῆκα στὴ βιοπάλη, στὶς κοιλάδες τῆς Νότιας Οὐαλλίας, μὲ τὰ ἀνθρακωρυχεῖα, καὶ ἐξασκώντας τὸ ἐπάγγελμά μου εἶδα τὴ ζωὴ ἀπὸ κοντά, ἀπὸ πρῶτο χέρι, ὅπως λένε, καὶ πρόσεξα, τὸ θάρρος καὶ τὴν καλὴ θέληση τῶν ἄλλων συνανθρώπων μου ποὺ ἀγωνίζονταν μέσα σὲ μεγάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, γιὰ πρώτη φορά, ἄρχισα νὰ εἰσχωρῶ στὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος. Ὅταν παρευρισκόμουν στὸ θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ ἄνθρωπου, ὅταν καθόμουν πλάι στὸ νεκρὸ τὶς ἥσυχες ὧρες τῆς νύχτας, ὅταν ἄκουγα τὸ σιγανὸ μὰ ἀνελέητο χτύπημα ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τοῦ θανάτου, τότε, οἱ ἀπόψεις μου γιὰ τὴ ζωὴ ἔγιναν κάπως ἀλλιώτικες. Ἡ πεῖρα ποὺ μὲ τόσην ἀγωνία κερδίζεις, ἀργά-ἀργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες ἀξίες. Ἔτσι κατάλαβα πώς, στὴ ζωή, ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ στὰ βιβλία, πολὺ περισσότερα κι ἀπὸ ὅσα μπορεῖ ποτὲ νὰ ὀνειρευτεῖ. Μὲ λίγα λόγια ἔχασα τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου κι αὐτό, μ’ ὅλο ποὺ τότε δὲν τόξερα ἀκόμα, εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν Κύριο.
Σὲ κάποιο κεφάλαιο μίλησα γιὰ τὴν Ὄλγουεν Νταίηβις, τὴ μεσόκοπη νοσοκόμο, ποὺ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, μὲ δύναμη καὶ ὑπομονή, μὲ ἠρεμία καὶ αἰσιοδοξία, ἐξυπηρετοῦσε τὸν κόσμο στὴν περιοχὴ τοῦ Τρέτζενυ. Αὐτὸς ὁ ἀνυστερόβουλος ἀλτρουισμός, ποὺ ἔδειχνε νὰ εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ χαρακτῆρα της, εἶχε τόσο γλίσχρα ἀνταμοιβή, ὥστε, ἔμενα τουλάχιστον, πολὺ μὲ στενοχωροῦσε. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ κόσμος τὴν ἀγάπαγε πάρα πολύ, ὁ μισθὸς τῆς ἦταν τιποτένιος. Στὸ τέλος, ἕνα βράδυ ποὺ εἴχαμε παρασταθεῖ σὲ μία πολὺ δύσκολη κ’ ἐπίμονη περίπτωση, τόλμησα νὰ τῆς πῶ δυὸ λόγια τὴν ὥρα ποὺ πίναμε μαζὶ ἕνα φλυτζάνι τσάι.
— Ἀδελφή, γιατί δὲν τοὺς ζητᾶτε νὰ σᾶς δίνουν κάτι περσότερο; Εἶναι πολὺ κωμικὸ νὰ ξέρει κανεὶς πὼς κάθεστε καὶ τσακιζόσαστε γιὰ τρεῖς κ’ ἑξήντα.
Σούφρωσε πολὺ τὰ φρύδια της, ἀλλά, πάντως, χαμογέλασε:
—Ὅσα παίρνω, μοῦ φτάνουν γιὰ νὰ ζῶ.
—Ὄχι δά! ἐπέμεινα. Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ παίρνετε, τὸ λιγότερο, μία λίρα τὴν ἑβδομάδα παραπάνω. Ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς ἀξίζει αὐτό!
Σιωπὴ ἁπλώθηκε ξαφνικά. Τὸ χαμόγελό της δὲν ἔσβησε, ὅμως ἡ ματιὰ της σιγά-σιγὰ πῆρε μίαν αὐστηρότητα καὶ ἕνα βάθος ποὺ μὲ τρόμαζε.
—Γιατρέ, εἶπε, ἕνα πρᾶγμα μ’ ἐνδιαφέρει ἐμένα. Νὰ ξέρει ὁ Θεὸς πὼς κάτι ἀξίζω. Ἂν τὸ πετυχαίνω αὐτό, δέ μοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο.
Αὐτὰ πού μοῦ εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει, ἦταν ἐλάχιστα, τὸ νόημά τους ὅμως διαβαζόταν ὁλοκάθαρα μὲς στὰ μάτια της. Ποτέ, οὔτε γιὰ μία στιγμή, δὲν εἶχε παραστήσει τὴ θρησκευάμενη, κι ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπόδειξε ἀνάγλυφα πὼς ὅλη της ἡ ὕπαρξη, ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἐξυπηρετικότητα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπ' ὅλο της τὸ εἶναι ἦταν ἀποτέλεσμα ἀφιέρωσης, ὕψιστη ἀπόδειξη πὼς πίστευε στὸν Χριστό. Σὲ μία στιγμὴ κατανόησης, ἔνιωσα τὸ βαθύτατο νόημα τῆς ζωῆς της καί, συγκρίνοντάς τη μὲ τὴ δική μου, εἶδα τὸ προσωπικό μου κενό.

A. J. Cronin

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024


Ὁ ἁγιασμὸς τῶν ὑδάτων
Ὁ παπα-Χαράλαμπος μὲ τὰ ἀσημένια μαλλιὰ καὶ γένεια καὶ τὸ σεβάσμιον πρόσωπον εἶχε τελέσει εὐλαβῶς τὴν λειτουργίαν τῶν Φώτων. Εἶχεν ἁγιάσει μὲ τὸν Σταυρὸν τὸ ὕδωρ καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ποίμνιόν του.
Ἡ λειτουργία εἶχε πλέον τελειώσει, ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως δὲν εἶχεν ἀκόμη λήξει. Ἔπρεπε νὰ φέρη εἰς τέλος καὶ μίαν ἄλλην ἱερὰν συνήθειαν τοῦ τόπου: Νὰ ἁγιάση τὰ νερὰ καὶ τὰ κτήματα.
Μὲ τὸν σταυρὸν καὶ τὸ βιβλίον τῶν εὐχῶν εἰς τὰς χείρας ἐξεκίνησε διὰ τὸν μικρὸν ποταμὸν τοῦ χωρίου... Τὸν ἠκολούθησαν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαζόμενοι. Ἂν κανεὶς καθυστερημένος δι' οἱονδήποτε λόγον εὑρίσκετο εἰς τὸν δρόμον, ἠκολούθει καὶ ἐκεῖνος σταυροκοπούμενος.
Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν γέφυραν τοῦ ποταμοῦ, ὁ ἱερεὺς κατέβη τὴν μαλακὴν ὄχθην ἕως τὰ καθαρὰ νερά του. Ἀφήρεσε τὸ καλυμμαύχιόν του, ἐστράφη πρὸς ἀνατολὰς προσβλέπων τὰ οὐράνια, ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ ἤρχισε τὴν εὐχήν: Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου…
Ἔπειτα ἔσκυψε καὶ ἡγίασε διὰ τοῦ Σταυροῦ τρεῖς φορὰς τὰ κρυστάλλινα ἐκεῖνα νερὰ ψάλλων: Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου Σου, Κύριε...
Οἱ χωρικοὶ ἀπὸ τὰς δύο ὄχθας μὲ τὰ ἑορτάσιμά των ἐνδύματα, ποὺ ἔλαμπεν ἡ λευκὴ φουστανέλλα τῶν γερόντων, ἔκαμαν καὶ ἐκεῖνοι τὸν σταυρὸν των καὶ συνώδευσαν σιγά - σιγὰ τὸ τροπάριον τῆς ἡμέρας.
Ὁ ἱερεύς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν ἁγιασμὸν τῶν ὑδάτων, ἀνέβη εἰς τὴν ὄχθην. Ἀπὸ ἓν μικρὸν ὕψωμα αὐτῆς ἐστράφη πρὸς τοὺς χριστιανούς, ἔφερεν εἰς τὴν μνήμην του τὰ ὀλίγα γράμματά του — εἶχε τελειώσει τὴν Β' τάξιν τοῦ τετραταξίου γυμνασίου — καὶ εἶπεν:
—Ἀδελφοὶ χριστιανοί, σὰν σήμερα ὁ ἐρημίτης Ἰωάννης, μὲ χέρια ποὺ ἔτρεμαν ἀπὸ φόβον καὶ συγκίνησιν, ἐβάπτισε τὸν Χριστὸν εἰς τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου.
Ποιός χριστιανὸς δὲν ἐνθυμεῖται τὸ θαῦμα! Τὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ ἤλλαξαν τὸ ρεῦμα των καὶ ἐγύρισαν πρὸς τὰ ὀπίσω, ὅταν εἶδαν νὰ εἰσέρχεται εἰς αὐτὰ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ σῶμα ἀνθρώπινον. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καταβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ὡσὰν λευκὴ περιστερὰ καὶ πτερυγίζει γύρω καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου...
Ἡ Ἐκκλησία μας εἰς ἀνάμνησιν τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου βαπτίσματος ἁγιάζει σήμερα μὲ τὸν Σταυρὸν τὴν θάλασσαν, τὰς λίμνας, τὰ ποτάμια, τὰ πηγάδια, τὰ ἁγιάζει ὅλα. Μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὰ νερὰ γίνονται λουτρὰ ἰαματικά, ποὺ μᾶς καθαρίζουν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας. Τὰ οὐράνια εὐλογοῦν ἀκόμη σήμερα τὰ σπαρτά μας, τὰ δένδρα μας, τὰ ἀμπέλια μας.
Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ παπα-Χαράλαμπος δὲν ἦτο ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος, ἦτο ἐμπνευσμένος προφήτης, ὁ ὁποῖος ἔδιδε κάτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του πίστιν, ποὺ ἐζωογόνησε τὴν ψυχὴν τοῦ ποιμνίου του.
Τὸ ἔργον τοῦ Ἱερέως δὲν ἐτελείωσεν οὔτε ἐδῶ. Ἀκολουθούμενος τώρα ἀπὸ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν οἰκογενειῶν, ἄνδρας καὶ γυναίκας καὶ ἀπ’ ὅσους ἤθελαν ἐσυνέχισε τὴν πορείαν του.
Ἔφθασαν εἰς τὸ μέσον τῶν σταφιδοκτημάτων. Ἐκεῖ ἐστάθη. Μὲ τὸ βλέμμα του ἐνηγκαλίσθη ὅλην ἐκείνην τὴν πεδινὴν ἔκτασιν καὶ ἔπειτα μὲ κλώνους βασιλικοῦ ἐσκόρπισεν ἀπὸ τὸ γεμάτον μὲ ἡγιασμένον ὕδωρ χάλκινον δοχεῖον ρανίδας ἀριστερά, ἄνω καὶ κάτω. Ἀπὸ τὰ χείλη του ἀνέβαινε θερμὴ αὐτοσχέδιος προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸν νὰ δώση πολλοὺς καρπούς...
Ἀφοῦ ἔγινεν ὁ ἁγιασμὸς τῶν ἀμπέλων καὶ τῶν σταφιδῶν, ὁ ἱερεὺς μὲ τὴν ἀκολουθίαν του ἐσυνέχισε τὸν δρόμον του. Ἔφθασαν τέλος εἰς τοὺς ἀγρούς, ποὺ ἁπλώνονται ἐπάνω εἰς κυματιστοὺς λόφους.
Ὤ, τὸν ἁπλοϊκὸν καὶ θεοσεβέστατον παπα-Χαράλαμπον! Ἀσκεπής, εὐθυτενής, σεβάσμιος ἀνέπεμψε μὲ γλυκεῖαν φωνὴν καὶ ἐδῶ τὰς ὀλίγας καὶ ὡραίας εὐχάς του καὶ ηὐλόγησε καὶ ἠγίασε τὰ σπαρτά. Οἱ χωρικοὶ μὲ κατάνυξιν καὶ σιωπὴν παρακολούθησαν τὸν ἁγιασμὸν τῶν ἀγρῶν των...
Τὴν ὥραν ἐκείνην ἀνέβαινον ὑψηλὰ πρὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ πρωινὰ κελαδήματα τῶν κορυδαλλῶν, ὡς εὐχαριστήριος ὕμνος ὅλης της πλάσεως πρὸς τὸν Δημιουργὸν καὶ Πλάστην αὐτῆς.
— Καλὴ σοδειά, χωριανοί! Καὶ τοῦ χρόνου! ηὐχήθη, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸ ἔργον του, ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς.
— Εὐχαριστοῦμε, παππούλη ! Νὰ χαίρεσαι τὴν ἱερωσύνη σου ! Ἀπήντησαν οἱ χωρικοί.
Ἔπειτα ἐφίλησαν τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν δεξιὰν τοῦ ἱερέως καὶ ἔχοντες αὐτὸν εἰς τὸ μέσον ἐπέστρεψαν εὐχαριστημένοι καὶ χαίροντες εἰς τὸ χωρίον των. Ἡ γῆ των, ποὺ εἶχον κληρονομήσει ἀπὸ πατέρα πρὸς πάππον, εἶχεν εὐλογηθῆ ἄλλην μίαν φοράν.
Γεμάτοι τώρα ἐλπίδας θὰ συνεχίσουν μὲ νέας δυνάμεις καὶ θάρρος τὸν σκληρόν, ἀλλ' εὐλογημένον ἀγώνα τῆς ζωῆς.

Νικόλαος Κοντόπουλος

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024



Πάντα μπροστὰ προχώρα
Νὰ δυναμώνῃς μὲ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια καὶ ὅτι ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὴ τὴν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς κι ὄχι γιὰ τοὺς ῥάθυμους καὶ ὀκνηρούς. Ν᾿ ἀρχίζῃς τὸν ἀγώνα σου μ᾿ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὄχι μὲ δειλία, διότι καὶ τὸ ὡραιότερο ἔργο εἶναι ἄχρηστο ὅταν γίνεται ἀπὸ ἄνδρα δίψυχο, ποὺ τὸ ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς του εἶναι μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς θέλει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μας.
Νὰ ἔχῃς τὴν ἐλπίδα σου βέβαιη στὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὴν πάῃ ὁ κόπος σου χαμένος. Ὁ Κύριος εἶναι σπλαγχνικὸς καὶ δίνει τὴ χάρη Του σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ ζητᾶνε μ᾿ ἐπιμονή. Τὸν μισθὸ τὸν δίνει ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴ δουλειὰ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ δείξαμε. Κάνε ὅ,τι μπορεῖς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Προσευχήσου μὲ δάκρυα, διάβαζε τὶς θεῖες Γραφές, κάνε ἐλεημοσύνες. Ἀρκεῖ νὰ θερμαίνῃς τὴν καρδιά σου μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Μὴν ὑπολογίσῃς τὴ φυσικὴ ἀδυναμία τοῦ σώματος καὶ δειλιάσῃς. Διῶξε μακρυὰ τὴ φιλαυτία, τὴν πλεονεξία καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Μίσησε τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας καὶ ἀγωνίσου μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἂν σὰν ἄνθρωπος πέσῃς, πάλι νὰ σηκωθῇς καὶ ποτὲ μὴ γυρίσῃς στὴν προηγούμενη ἁμαρτωλὴ ζωή σου. Πάντα μπροστὰ προχώρα μὲ χαρὰ καὶ προθυμία στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, κι Αὐτὸς θὰ σ᾿ ἀνεβάσει στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν.
Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024


Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!

Γεώργιος Δροσίνης

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024



Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται
Λέγεις διὰ τὸν Γέροντα ὅτι θέλει νὰ ἔλθη νὰ προσκυνήση εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καλὸν καὶ ἅγιον ἔργον θὰ κάμη. Πλὴν ἐμένα μόνον ἂς μὴν λάβη ὑπ’ ὄψιν του ὅτι γνωρίζει ἢ ὅτι ὑπάρχω εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν. Καθότι ζῶ εἰς ἀπόλυτον ἡσυχίαν· μὲ τάξιν ἑτέραν τῆς συνηθισμένης, ὅπου δύσκολον νὰ μὲ συναντήση. Καθότι ἡ θύρα εἶναι κλειστὴ καὶ ὡρισμένες μόνον ὧρες ἀνοίγει.
Ὅ,τι μὲν θέλει, συνεργείᾳ τῶν ἀδελφῶν, δύναμαι νὰ τὸν βοηθήσω. Τὸ δὲ πέραν τῆς τάξεως ὅπου ἔχω, νὰ ἀνοίξω τὴν θύραν, νὰ ὁμιλήσω, νὰ χάσω τὴν προσευχήν μου καὶ ἡσυχίαν, αὐτὸ οὐδαμῶς. Ἐκτὸς ἐξ ἀνάγκης τὴν ὥραν ποὺ ὁρίζω ἐγώ. Διότι αἱ ὧρες μου εἶναι μὲ μέτρον. Καὶ πρέπει νὰ παραδράμω ὀλίγον, νὰ χάσω, διὰ νὰ ὁμιλήσω τὴν νύκτα μίαν ὥραν ἢ δύο.
Καὶ ταῦτα γράφω διὰ νὰ ἐξηγηθῶ, προτοῦ παρεξηγηθῶ. Ἐγὼ εἰς ὅλες μου τὲς ἐνέργειες ἔτσι συνηθίζω νὰ λέγω καὶ νὰ πράττω ὅλα καθαρὰ «σὰν καθρέπτης» λόγῳ καὶ ἔργῳ, εἴτε κατὰ διάνοιαν, νὰ μὴ δίδω ὑπόνοιαν σὲ κανένα.
Διότι ἦλθον πολλοὶ ἀπὸ διάφορα μέρη, χωρὶς νὰ ζητήσουν νὰ μάθουν τὴν τάξιν ποὺ ἔχομεν. Καί, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐδέχθην, ἐσκανδαλίσθησαν. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὅλοι οἱ γείτονες ἐναντίον μου ἔχουν, διότι δὲν τοὺς ἀνοίγω. Πλὴν ἐγὼ δὲν κλείνω διὰ νὰ σκανδαλιστοῦν οἱ Πατέρες. Ἀλλά, γυμνασθεὶς τόσα ἔτη καὶ ἰδὼν ὅτι δὲν ὠφελοῦμαι ἀπὸ αὐτὲς τὲς «ἀγάπες» –μόνον τὴν ψυχήν μου χαλῶ χωρὶς νὰ ὠφελοῦμαι- δι' αὐτὸ ἔκλεισα ὅλους διαπαντὸς καὶ ἡσύχασα. Τώρα δὲν ἀνοίγω κανένα. Μήτε ἔχω δωμάτιον περισσὸν διὰ ἕναν ἀπ’ ἔξω. Καί, ἂν ἔλθη κανεὶς μακρυνός, πρέπει νὰ ἔλθη τὴν ὥραν ποὺ ἐργάζονται οἱ Πατέρες, πρωΐ. Καί, ἂν εἶναι ἀνάγκη, στέκει εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Παπᾶ μου. Διότι εἰς ὅλα τὰ Σάββατα, Κυριακάς, καὶ ἑορτὰς ἔχομεν Λειτουργίαν. Ἔρχεται ἐδικός μας Παπὰς καὶ μᾶς λειτουργεῖ καὶ μεταλαμβάνομεν.
Ἰδοὺ λοιπὸν εἶπον, ἵνα μὴ γένηται σκάνδαλον. Διὰ Θεὸν τρέχω· οὐ μέλλει μοι διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κἄν ὑβρίσουν, κἄν ὀνειδίσουν, κἄν συκοφαντήσουν, κἄν τὸ ὄνομά μου ἀτιμάσουν, κἄν ὅλη ἡ κτίσις ἀσχοληθῆ νὰ λέγη ἐναντίον μου.
Εἶδον γὰρ καὶ πολυειδῶς ἐδοκίμασα ὅτι, ἂν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν φωτίση τὸν ἄνθρωπον, τὰ λόγια ὅσα καὶ ἂν ὁμιλήσης δὲν 'βγάνεις ὠφέλειαν. Πρὸς στιγμὴν τὰ ἀκούει καὶ τὴν ἄλλην στρέφει πάλιν αἰχμάλωτος εἰς τὰ ἴδια. Ἐὰν ὅμως εὐθὺς μὲ τὸν λόγον ἐνεργήση ἡ χάρις, τότε γίνεται κατ’ ἐκείνην τὴν ὥρα ἀλλοίωσις μὲ τὴν ἀγαθὴν τοῦ ἀνθρώπου προαίρεσιν. Καὶ ἀλλάσσει θαυμαστῶς ἡ ζωὴ του ἐκ τῆς ὥρας ἐκείνης. Ὅμως αὐτὸ συμβαίνει εἰς ὅσους δὲν ἐσκλήρυναν ἀπὸ μέσα τους ἀκοὴν καὶ συνείδησιν. Εἰς δὲ τοὺς ἀκούοντας καὶ ἐν παρακοῆ παραμένοντας εἰς τὰ κακά των θελήματα· εἰς αὐτοὺς κἄν ἡμερονύκτια ὁμιλῆς, κἄν τὴν σοφίαν τῶν Πατέρων εἰς τὰς ἀκοάς των κενώσης, κἄν θαύματα πρὸ ὀφθαλμῶν των ποιήσης, κἄν τὸ ρεῦμα τοῦ Νείλου ἐπάνω των γυρίσης, αὐτοὶ δὲν λαμβάνουν μήτε ρανίδα ὠφέλειαν. Μόνον θέλουν νὰ ἔρχωνται, νὰ ὁμιλοῦν, νὰ περάσει ἡ ὥρα των, χάριν τῆς ἀκηδίας. Δι' αὐτὸ λοιπὸν κλείω καὶ ἐγὼ τὴν θύραν καὶ ὠφελοῦμαι τουλάχιστον ἐγὼ διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Καθότι τὴν εὐχὴν ὑπὲρ πάντων ὁ Θεὸς πάντοτε τὴν ἀκούει, ἐνῶ τὴν ἀργολογίαν πάντοτε ἀποστρέφεται, ἂς φαίνεται καὶ πνευματικὴ ὅτι εἶναι. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Πατέρας, ἀργολογία εἶναι κυρίως νὰ περνᾶς τὸν καιρόν σου μὲ λόγια, χωρὶς νὰ κάμης τοὺς λόγους σου πράξεις.
Λοιπὸν μὴν ἀκοῦτε τί λέγουν, ὅταν ἄνθρωποι ἄγευστοι ὁμιλοῦν τὰ τοιαῦτα.
Ὅποιος δὲν ἐδοκίμασε, ἀνάγκη εἶναι νὰ δοκιμάση· καὶ μὲ τὴν πείραν θὰ μάθη καὶ θὰ βρῆ ὅ,τι τοῦ λείπει. Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται. Εἶναι ἑκάστου ἀπόκτημα, κατὰ τὸν κόπον του καὶ τὸ αἷμα του ποὺ θὰ δώση μόνος του νὰ τὴν ἀποκτήση.
Πιστεύσατε, Ἀδελφές μου, ὅτι κόπος πολὺς εἶναι εἰς τὴν Μοναχικὴν πολιτείαν. Δὲν ἔπαυσα καὶ δὲν παύω ἡμέρα καὶ νύκτα φωνάζων, ζητῶν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου· καὶ εἰς ἀπόγνωσιν προσεγγίζω, ὡς μηδὲν ἐργαζόμενος, ὡς μηδέποτε «ποιήσας ἀρχήν». Ἀλλά, τὸ καθ’ ἡμέραν ποιῶν τὴν ἀρχήν, εὑρίσκομαι ψεύστης καὶ ἁμαρτάνων. Ὅμως ἐσεῖς μιμεῖσθε τὰς φρονίμους παρθένους καὶ ἀγρυπνοῦσαι φωνάζετε γοερῶς, τὸ θεῖον ἐπικαλούμεναι ἔλεος. Ὅτι ἦλθε δι' ἡμᾶς τὸ τέλος. Ἴσως ἐτελείωσεν ἡ εἰρήνη. Λοιπὸν μὲ τοὺς ἀποθαμένους εἴμεθα καὶ ἡμεῖς. Ὅθεν βιασθῆτε.
Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2024



Τὸ γράμμα στὴν Ἀμερικὴ
Πᾶσαν φορὰν ὅταν ἔφθανα στὴν πατρίδα μου, ἀνὰ πᾶν τρίτον ἢ τέταρτον ἔτος, μὲ συνήντα καὶ μοῦ προσέφερε γενναίως τὰ ξένια ὁ Μπεφάνης ὁ Γιαλένιος. Ὄχι ὅμως γενναιότερον ἀπὸ ἕνα δεύτερον θεῖόν μου, τὸν καπετὰν Γεωργὸν τὸν Ἀγαγᾶν, ὅστις ἐθυσίασέ ποτε ὁλόκληρον χῆνα καὶ ἤνοιξε μέγα βυτίον ροδίτου οἴνου, κεφαλοκρούστου, πρὸς τιμήν μου. Τὴν θυσίαν ταύτην ἔκαμεν εἰσάπαξ, δι᾿ ὅλας τὰς ἑκάστοτε ἀφίξεις μου, τάς τε παρελθούσας καὶ τὰς μελλούσας, διὰ νὰ μὴ ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις.
Ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος Μπεφάνης ἦτο παλαιὸς φίλος μου. Ἄλλοτε, στὴν νεότητά του, εἶχε μαγαζὶ εἰς τὴν ἀγοράν. Ἦτο «ἐμπορορράπτης». Ὅταν ἤθελες νὰ ψωνίσῃς, καὶ εἶχες ν᾿ ἀλλάξῃς νόμισμα, ἂν ἐπαρουσίαζες μισὴ ρηγίνα, ἴσην μὲ 5.90, σοῦ τὴν ἄλλαζε διὰ σωστήν· σοῦ ἐκρατοῦσε 20 λεπτὰ διὰ τὰς βελόνας, τὴν κουβαρίστραν καὶ τὶς κλωστές, καὶ σοῦ ἔδιδε 5.60 ρέστα. Ἂν ἦτο ἥμισυ Γαλλικοῦ ταλλήρου, σοῦ ἔδιδε 5.40. Εἰς ὀλίγον καιρὸν τὸ ἔκλεισεν. Εὐτυχῶς εἶχε προφθάσει νὰ νυμφευθῇ, κ᾿ ἐπῆρε καλὴν προῖκα. Κατόπιν ἀπέκτησε δύο υἱούς, ὕστερον ἐχήρευσεν· ἐνυμφεύθη ἐκ δευτέρου καὶ πάλιν ἐπῆρε κτήματα ὡς προῖκα. Ἐγέννησε πάλιν τέκνα, κ᾿ ἐγήρασε συζῶν μὲ τὴν δευτέραν γυναῖκά του.
Κατ᾿ αὐτοὺς τοὺς χρόνους, ὅταν μὲ συνήντα ἐπανελθόντα ἀρτίως εἰς τὸ χωρίον, ἀφοῦ μὲ ἔκαμε τὴν συνήθη δεξίωσιν, εἶτα, συνήθως κατὰ τὴν δευτέραν συνάντησίν μας, ἤρχιζε πάντοτε μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ὁμιλίαν, καὶ ὑπέβαλλε μίαν ἀπαράλλακτον πρότασιν.
― Ξέρεις ὅτι τὰ δυὸ παιδιά μου, ὁ Γιωργὴς κι ὁ Παυλάκης, εἶναι ἀπὸ χρόνια στὴν Ἀμερική, καὶ δὲν μοῦ γράφουν τί γίνονται. Πρόκειται νὰ κάμουμ᾿ ἕνα γράμμα, σὺ ξέρεις ποῦ θὰ τὸ στείλουμε, στὸν Πρόξενο τῆς Ἑλλάδος, ἢ στὴν ἀστυνομία τῆς Ἀμερικῆς. Θὰ μοῦ τὸ γράψῃς Γαλλικά, Ἐγγλέζικα, Σπανιόλικα, ἐσὺ ξέρεις σὲ ποιὰ γλῶσσα.
Ἐγὼ δὲν ἤξερα τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ξέρεις-ξέρεις ποὺ μοῦ ἀπέδιδε. Ἀλλ᾿ ὅπως κυβερνᾶται, ἢ μᾶλλον ὅπως φέρεται ὁ κόσμος, μὲ τὴν ψευδομανίαν, μὲ τὴν τυφλὴν πρόληψιν, μὲ τὴν κωφὴν φήμην, εἶχε διαδοθῆ καὶ πιστευθῆ εἰς τὸ χωρίον ὅτι τάχα ἐγὼ ἤξευρα πολλὲς γλῶσσες.
«Ὅλες μὲ τὰ γράμματά τους καὶ τὶς μιλιὲς φαρσί».
Κ᾿ ἐγὼ πράγματι δὲν ἤξευρα οὔτε μισὴν γλῶσσαν νὰ μιλήσω, εἶχα δὲ ἐκμελετήσει κατ᾿ ἰδίαν ὅ,τι ἐκ τῶν ξένων γλωσσῶν εἶχα μάθει, χάριν φιλολογικῆς ἀπολαύσεως, εἶτα ἐξ ἀνάγκης καὶ πρὸς βιοπορισμόν, καὶ εἰργαζόμην ὡς μεταφραστὴς εἰς τὰς ἐφημερίδας, οὐδέποτε ὡς κουριέρης εἰς τὰ ξενοδοχεῖα ―ἀλλ᾿ οὔτε εἶχον ἀνατραφῆ μὲ γκουβερνάνταν― διὰ νὰ ὁμιλῶ ξένας γλώσσας.
Εὐτυχῶς ὁ Μπεφάνης, συνήθως τὴν Κυριακήν, ἔλεγε μίαν ἡμέραν νὰ κάμῃ αὐτό, τὸ ἐξανάλεγε μάλιστα πολλὲς φορὲς ἐντὸς τῆς αὐτῆς ἡμέρας, κατόπιν τὴν ἄλλην ἡμέραν, δὲν εἶχε πλέον κέφι, δὲν ἤθελε νὰ ἐνθυμηθῇ ὅ,τι εἶπε τὴν προτεραίαν, ἴσως διότι τοῦ ἐφαίνετο ἀνιαρόν, κ᾿ ἐκάθητο ἐν ἡσυχίᾳ διὰ νὰ χωνέψῃ, ἐπειδὴ ἦτον «ἀποκαής», καθὼς λέγουν.
Τὴν Τρίτην ἐπήγαινε στὸν ἐλαιῶνα, ὅπου εἶχεν ἐργάτας νὰ ποτίζουν τὰ δένδρα, τὴν Πέμπτην στὸ ἀμπέλι, ὅπου εἶχεν ἀργολόγι ἢ θειάφισμα, κτλ. Τὸ Σάββατον τὸ βράδυ, ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὸ χωράφι, ἦτο πολὺ κουρασμένος, καὶ τὴν Κυριακὴν ἀπολείτουργα εἶχε συνεδρίασιν, καθότι ἦτο δημοτικὸς σύμβουλος. Τὸ ἀπόγευμα ἔπαιζε κοντσίνα ἢ πρέφα, καὶ τὸ βράδυ ἂν τὸν συνήντων, παρουσίᾳ καὶ ἄλλων πολλῶν, ἡ ὁμιλία θὰ ἦτο μακρὰ καὶ θορυβώδης, καὶ δὲν ὑπῆρχε πλέον καιρὸς καὶ χῶρος διὰ νὰ μοῦ ξαναπῇ ὅ,τι ἅπαξ μοῦ εἶχεν εἴπει.
Μετὰ τρία ἔτη πάλιν, ὅταν ἐπανῆλθα εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, μ᾿ ἐδεξιώθη ὁ Μπεφάνης, κ᾿ ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ:
― Οὔτε γράμμα οὔτ᾿ ἐνθύμηση, μὲ ξέχασαν κεῖνα τὰ παιδιά. Ἔχουν ἑφτὰ χρόνια ποὺ λείπουν, τέσσερα ἔχουν νὰ μᾶς γράψουν. Νὰ πιάσῃς νὰ μοῦ συντάξῃς ἕνα γράμμα, ἀγγλικό, φραντσέζικο, πορτουγέζικο, ἐσὺ ξέρεις τί γλῶσσα περνᾷ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος ποὺ εἶν᾿ αὐτὰ τὰ παιδιά· στὸ Μπουὲνς-Ἄυρς, στὸ Μεξικό, ἢ στὴ Βρασιλία. Νὰ γράψουμε στὸν Πρόξενό μας ἐκεῖ, γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ ξέρῃ ρωμέικα, ἴσως νὰ εἶναι ντόπιος ἀποκεῖ. Θέλετε πάλι νὰ τὸ στείλουμε στὸν διευθυντὴ τῆς ἀστυνομίας; ἐσὺ ξέρεις. Νὰ μοῦ τὸ σκαρώσῃς καλά, νὰ τὸ κουρδίσῃς, καὶ νὰ τὸ στείλουμε. Πότε λὲς νὰ τὸ κάμουμε;
―Ὅποτε θέλῃς.
― Καλά, ἔχουμε καιρό.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἡ κακὴ καὶ ἀστεία φήμη πολλὰ μὲ εἶχεν ἐνοχλήσει. Γυναῖκες, γέροντες τῆς ἀγορᾶς, θαλασσινοὶ καὶ χερσαῖοι ἄνδρες, ὅπου μ᾿ εὕρισκαν, μ᾿ ἐφορτώνοντο νὰ τοὺς κάμω τὴ «σύσταση», νὰ τοὺς γράψω δηλαδὴ τὴν ἀδρέσσα ἢ τὸ πανώγραμμα ἀγγλιστὶ διὰ τὰς διαφόρους Πολιτείας καὶ πόλεις τῆς Βορείου Ἀμερικῆς. Ὑπομονή ! Ἀλλ᾿ ἤρχοντο στὴν πτωχικὴν πατρικήν μου οἰκίαν καὶ μ᾿ ἐπολιορκοῦσαν. Ἄλλος πατριώτης εἶχεν ἀποθάνει σ᾿ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἢ εἶχε πνιγῆ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ πέλαγα, κ᾿ ἐστέλλοντο ἔγγραφα δικαστικὰ ἑτερόγλωσσα, καὶ μοῦ τὰ ἔφεραν διὰ νὰ τὰ μεταφράσω. Ἄλλος ἦτον ἀγράμματος, παραπλανημένος εἰς μακρινήν τινα πόλιν, κ᾿ ἔβαλλεν Ἀμερικανὸν φίλον του νὰ τοῦ κάμῃ γράμμα πρὸς τοὺς οἰκείους, ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε γεννηθῆ ἐκ πατρὸς πατριώτου μου εἰς τὴν Αὐστραλίαν ἢ τὴν Καλκούταν καὶ δὲν ἤξευρε ἑλληνικά· ἄλλος εἶχε ξεχάσει τὴν γλῶσσαν σαράντα χρόνια ποὺ ἔλειπε, κ᾿ ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ἄλλος εἶχε νυμφευθῆ Ἀμερικανίδα, καὶ αὐτὴ θέλουσα νὰ φανῇ εἰρωνικῶς φιλόφρων πρὸς τὴν ἀγνώριστον πενθεράν της ―εὐτυχῶς δι᾿ ἀμφοτέρας δὲν ἦτο ἐλπὶς νὰ γνωρισθῶσι ποτέ― ἔγραφεν ἀγγλιστί. Ὅλ᾿ αὐτὰ ὤφειλα νὰ τὰ μεταφράσω. Θεέ μου! Καὶ ἦσαν τόσοι καὶ τόσοι στὸ χωρίον, σχολάρχαι, καθηγηταί, μισθοφόροι ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, μορφωμένοι εὐπρόσωποι, καλλωπισμένοι. Καὶ τόσοι ἄλλοι ξενιτευμένοι ἐπανέκαμπτον ἀνὰ πᾶν ἔτος ἐξ Ἀμερικῆς, καὶ κανεὶς δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ διαβάσῃ σωστὰ ἕνα γράμμα. Ὤ! τί βάσανον.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι σχεδὸν καμμία καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν ἐστοχάσθη ὅτι αὐτὸ ἦτον κόπος, καὶ ἂν ὤφειλε νὰ δώσῃ ἀντάλλαγμα διὰ τὸν κόπον. Πλὴν ἀξιοπρεπέστερον δι᾿ ἐμὲ θὰ ἦτο νὰ μὴ ἐδεχόμην ποτὲ ἀμοιβήν, ἀπείρως ὅμως εὐκτότερον νὰ μ᾿ ἄφηναν εἰς τὴν ἡσυχίαν μου, εἰς τὴν ὀλιγάρκειάν μου. Εἶχα ἐγὼ ἐργασίας νὰ κάμω, κ᾿ ἐβιαζόμην νὰ τὰς ἀφήσω, διὰ νὰ κάμω τὰς ἀλλοτρίας. Εἶχα ἐγκαταλίπει τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, παραιτηθεὶς πρὸ πολλοῦ πᾶν δικαίωμα κληρονομίας, ἰδιοκτησίας, κτλ., κ᾿ ἔπρεπε νὰ φροντίζω διὰ τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων. Ὑπῆρξαν καὶ ἄνθρωποι ἐλθόντες νὰ μὲ συμβουλευθῶσι διὰ δικαστικὰς ὑποθέσεις. Καὶ ὅταν ὡμολόγησα ὅτι δὲν ἐννοοῦσα σκρὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, σείοντες τὰς κεφαλὰς ἔλεγον πρὸς ἑαυτούς: Καὶ τί γράμματα ξέρει λοιπόν;
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

Οἷος κρημνός!
Φίλε κ. Γαβριηλίδη,
Ὀφείλων νὰ γράψω τι εἰς ἀπάντησιν τοῦ «Λόγου» - ἐπειδὴ ὁ ἕτερος τῶν καταγγελθέντων ἱερέων εἶναι ὁ ἐμὸς γεννήτωρ - ἐπερίμενα νὰ λάβω λεπτομερεστέρας πληροφορίας ἐκ Σκιάθου, περὶ τοῦ τί ἀκριβῶς συνέβη· ἀντὶ ὅμως πληροφοριῶν, μοῦ ἦλθεν ἡ ἑπομένη διατριβή, ἡ ὁποία εἶναι ὡς νὰ τὴν ἔγραψα ἐγώ, καὶ διὰ τοῦτο προθύμως ἀναλαμβάνω τὴν ἐπ᾿ αὐτῇ εὐθύνην, παρακαλῶν σε νὰ τὴν δημοσιεύσῃς.
Ἐν Ἀθήναις, 22 Ἰουλίου 91.
Ὅλος σὸς
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης

Ὀρθῶς εἴκασεν ὁ «Λόγος» ὅτι οἱ δύο ἱερεῖς, οὓς κατήγγειλεν εἰς τὴν Εἰσαγγελίαν Βόλου ὁ κ. Μακράκης, δὲν ἔπραξαν ἐξ ἀμαθείας ὅ,τι ἔπραξαν· οἱ δύο ἐκεῖνοι ἱερεῖς δὲν εἶναι βεβαίως ἐκ τῶν ἀμαθεστέρων τοῦ ἐν Ἑλλάδι κατωτέρου κλήρου· τούτων ὁ μὲν Σακελλάριος Ἰωάννης Μανιώτης ἐβούλευσε δὶς ἐπὶ Ὄθωνος, ὁ δὲ Οἰκονόμος Ἀδαμάντιος Ἐμμανουὴλ ἐπὶ ἔτη ἐδίδαξεν ἐν Ἑλληνικῷ σχολείῳ.
Ἀλλ᾿ ὁ κ. Μακράκης δὲν ὀκνεῖ νὰ σύρῃ πρὸ τοῦ ποινικοῦ δικαστηρίου δύο γηραιοὺς κληρικούς, τὸν ἕνα ὀγδοηκοντούτην καὶ βαρήκοον, τὸν ἕτερον ἑβδομηκοντούτην, ἀπὸ πεντηκονταετίας ἱερατεύοντα καὶ ποδαλγόν, διατί; Διότι ἔκαμαν τὸ καθῆκόν των καὶ ὑπέμνησαν εἰς τὸ ποίμνιόν των ὅτι ἐλεύθεροι μὲν εἶναι ν᾿ ἀκούσωσι τὸν κ. Μακράκην, ἐὰν θέλωσιν, ἀλλὰ νὰ μὴ λησμονῶσιν, ὅτι ὁ κ. Μακράκης ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής.
Καὶ οὐ μόνον ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδος τὸν ἀπεκήρυξεν, ἀλλὰ καὶ ἡ Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐκύρωσε τὴν τοιαύτην ἀποκήρυξιν, δι᾿ ἐγγράφου της, ὡς ἐμάθομεν. Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶχε σιωπήσει ἡ Μ. Ἐκκλησία, πάλιν τὸ αὐτὸ θὰ ἦτο, διότι ἡ τοιαύτη σιωπὴ θὰ ἦτο ὡς παραδοχή, ἀφοῦ ἡ ἡμετέρα ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία, δὲν ἔπαυσεν ἔκτοτε νὰ εἶναι ἡνωμένη ὡς πάντοτε μετ᾿ Αὐτῆς.
Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι᾿ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ.
Δὲν ἤμην παρὼν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ δὲν ἠξεύρω ἂν οἱ δύο ἱερεῖς μας ἀνέγνωσαν ἄλλην ἀντ᾿ ἄλλης ἐγκύκλιον. Ἀλλὰ καὶ ἂν τυχὸν ἀνέγνωσαν τὴν τελευταίαν κατὰ τῶν ἑτεροδόξων προσηλυτιστῶν ἐγκύκλιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ αὐτὸ κατ᾿ οὐσίαν εἶναι.
Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας· ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμῃ καὶ ἐν τῇ φρενί. Ὅσον θέλει ἂς εἰδικεύῃ ὁ στωμύλος σοφιστής, καὶ ἂς διαμαρτύρηται, ὅτι δὲν εἶναι διαμαρτυρόμενος, λέγων πολλὰ καὶ σοφά. Ἡ οὐσία τοῦ προτεσταντισμοῦ δὲν ἔγκειται τόσον ἐν τῇ μὴ τιμῇ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, ὅσον ἐν τῇ ἀπορρίψει τοῦ κύρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Πατέρων καὶ τῆς παραδόσεως, ἐν τῇ ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ τοῦ ἑρμηνεύειν ἕκαστον τὰς Γραφάς, ὅπως ἂν αὐτῷ ἀρέσκῃ. Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς πράττει καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς. Ὁ Λόγος διαβάλλει τὸν πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ ὀλιγώτερον ἐπὶ ἐλαφρότητι καὶ παλιμβουλίᾳ, καὶ τοῦτο προκειμένου περὶ δογματικῶν πραγμάτων, γράφων ὅτι ὁ Σ. Μητροπολίτης Γερμανὸς ὑπεσχέθη εἰς τὸν κ. Μακράκην ν᾿ ἀνακαλέσῃ τὴν κατ᾿ αὐτοῦ ἀποκήρυξιν, καὶ εἶτα δὲν τὸ ἔπραξεν, ἐνδοὺς εἰς ἄλλας εἰσηγήσεις.
Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος, δύναταί ποτε ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὗτος δὲν προσέλθῃ ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπῃ τὸ ἥμαρτον, ν᾿ ἀποπτύσῃ τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπῃ ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾷ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῇ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήσῃ ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξῃ! Οἷον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἷος κρημνός!
Ἓν ὅμως λησμονεῖ ὁ πολύστροφος λογοκόπος, τὸ ὅτι οἱ Ἄρειοι καὶ οἱ Ἀπολλινάριοι καὶ οἱ Ὠριγένεις ἦσαν πολὺ αὐτοῦ εὐφραδέστεροι καὶ λογιώτεροι καὶ ἐπιφανέστεροι.
Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Ἐκκλησία τὸν ἔχει ἀποκήρυκτον, τί τοῦ πταίουν οἱ δύο πτωχοὶ ἱερεῖς, καὶ ζητεῖ νὰ τοὺς σύρῃ εἰς τὸ δικαστήριον, ἁπλῶς διότι ἔπραξαν τὸ καθῆκόν των; Ἀλλ᾿ ἐσυλλογίσθη κἂν ὅτι οἱ ἱερεῖς, ἐπ᾿ ἐκκλησίας ἱερουργοῦντες ἢ νουθετοῦντες ἢ διδάσκοντες, εἶναι τοὐλάχιστον τόσον ἥσυχοι καὶ ἀνεύθυνοι ὅσον καὶ οἱ δικασταὶ ἐπὶ τῆς ἕδρας των;
Τὸ πάλαι πολιτικοὶ ἐγκληματίαι εὕρισκον ἄσυλον μόνον, διότι ἥπτοντο τοῦ θυσιαστηρίου· καὶ σήμερον ὁ κ. Μακράκης, ἄνθρωπος ἐξ ἐπαγγέλματος κηρύττων ἑαυτὸν εὐσεβῆ, θέλει νὰ σύρῃ δύο γηραιοὺς θύτας ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου εἰς τὸ πολιτικὸν δικαστήριον!
Ἠκούσατε σεῖς ποτὲ Ἀπόστολον νὰ ζητῇ ἐκδίκησιν καὶ νὰ καταγγέλλῃ εἰς τὰ δικαστήρια τοὺς ἁρμοδίους, διότι προέτρεψαν τὸ πλῆθος νὰ μὴ τὸν ἀκούσῃ; Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς παρήγγειλεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, ὅπου δὲν τοὺς θέλουν νὰ φεύγουν, τινάσσοντες καὶ τῶν ποδῶν των τὸν κονιορτόν.
Ἠξεύρω τί θὰ εἴπωσιν οἱ περὶ τὸν Μακράκην, «Παιδεύετε τοὺς ἀτάκτους» κτλ. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἄτακτος εἶναι ὁ κ. Μακράκης, ὅστις δὲν πείθεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
(1891)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024



Ἡ ἐξομολόγηση
Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιὰ γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.
- Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! Δὲν θ' ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές...
Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὥς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.
Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν... Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε. Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.
Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ· εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε.
Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ' αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε...
Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἰστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία - καὶ τί νὰ ἔκαναν;
Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του· θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του· κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς τοῦ θολωμένος καί, πάνω ἀπ' ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.
Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ' ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.
- Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς... Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου...
Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μία στιγμὴ καταλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ' ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ' ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ προσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. Μπροστὰ του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη· μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.
Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.
«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν' ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Μιὰ μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.
Σηκώθηκε, ἔσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:
- Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!
Πρωτοπρεσβύτερος Βλαδίμηρος Βαραμπιώφ