Οἰκογένεια ἢ ἐπάγγελμα;
Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ἂν δὲν γεννηθεῖ μέσα στὸν κόσμο. Μὲ τὸ
σῶμα του τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις του βεβαιώνεται πὼς ζεῖ. Καὶ ἀργότερα, μὲ
τὴν συνείδησή του, πὼς ὑπάρχει. Καὶ μὲ τὴν ψυχή του, πὼς εἶναι. Σπάνια μέσα στὴν
ἱστορία τοῦ κόσμου ὁ ἄνθρωπος κατορθώνει, ἐγείροντας καὶ συγκρατώντας σὲ ἀγρυπνία
ὅλες του τὶς δυνάμεις, σώματος, νοῦ, καρδιᾶς καὶ ψυχῆς, νὰ βιώσει τὸ ὑπάρχειν
στὴν πληρότητά του. Γιὰ τοῦτο, καὶ σπάνια συνειδητοποιεῖ τὴν τραγικὴ ὀδύνη τῆς
καταστατικῆς ὡς ὄντος μοναξιᾶς του. Μίας μοναξιᾶς, ποὺ ἐκκινᾶ ἀπὸ τὸ φλογῶδες
μυστήριο τῆς σύλληψής του, γιὰ νὰ καταλήξει ἀπαρέγκλιτα στὸ βουβὸ μυστήριο τῆς
ἀποχώρησής του, τοῦ θανάτου.
Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς ἀναπόφευκτες συντεταγμένες τῆς ὕπαρξης, ὁ παρεπίδημος
στὸν κόσμο ἄνθρωπος συμπεριφέρεται ὡς ἀθάνατος, καὶ προσωπικὰ καὶ κοινωνικά.
Δημιουργεῖ θεσμούς, ὑπακούοντας στὶς ἀξιώσεις του νὰ ὑπάρχει ὡς ἄνθρωπος. Καὶ
τοὺς κρυσταλώνει, ὥστε νὰ συνιστοῦν τὴν ἀναπότρεπτη θεμελίωση τοῦ βίου του ὅλου.
Γιατὶ διαθέτει μνήμη. Διότι ἡ ὕπαρξή του ὅλη εἶναι διαποτισμένη μὲ μνήμη. Οἱ
θεσμοί, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα τοῦ βίου συνιστοῦν ἀξιώσεις τῆς μνήμης αὐτῆς, ποὺ
καθιστὰ τὴν ζωὴ ἀνθρωπινή, γιατὶ τὴν συναρτᾶ στὰ βάθη τῆς ὕπαρξής μας μὲ τὰ
μυστικὰ κέντρα τοῦ ὄντος, ἐκεῖνα ποὺ συνθέτουν τὸν ἄνθρωπο.
Μὲ αὐτὰ τὰ πανίερα κέντρα συνδέεται ὀργανικὰ ἡ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὸ ζεῦγος
τῶν γονέων του ἀνακύπτει ἐρωτικὰ στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ ζεῦγος, ἰδίως ἡ
μητέρα, ἀποσφραγίζει τὸν ἀκένωτο πλοῦτο τῶν συναισθημάτων ἐντός του. Σ’ αὐτὸ ὑπάγεται,
ὥσπου νὰ ἐνηλικιωθεῖ καὶ ν’ ἀποφασίσει ἂν θὰ πλάσει ὁ νέος ἄνθρωπος κι ἐκεῖνος
μία οἰκογένεια. Ἂν θὰ συζευχθεῖ καὶ ἂν θὰ φέρει στὸν κόσμο παιδιά.
Αὐτὲς οἱ κεφαλαιώδεις πράξεις δὲν συνιστοῦν, μὲ κανένα τρόπο, ὑποχρεώσεις
ἐκείνου ποὺ ζεῖ μέσα σὲ μία ὀργανωμένη κοινωνία. Ἀλλά, γενικότερα, συνιστοῦν
βαθύτατες ἀνάγκες τῆς ὕπαρξής του ὅλης, ποὺ εἶναι οἱ ἀνάγκες τοῦ ἔρωτα, τῆς
στοργῆς, τῆς μορφοποίησης τοῦ βίου, τῆς ἀσφάλειας, ὅλου τοῦ πλέγματος ἐσωτερικῶν
καὶ ἐξωτερικῶν ἐπιταγῶν, ποὺ συνθέτουν τὴν εὐμενῆ σχεδία του γιὰ νὰ ἐπιπλεύσει
στὸν κόσμο -καὶ γιὰ νὰ τὸν διαπλεύσει, ὡς παρεπίδημος.
Ἡ οἰκογένεια δὲν ἀποτελεῖ ὑποχρέωση, ἀλλ’ ἀνάγκη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτσι
τὴν νιώθει, τὴν πλάθει μὲ ὅλα τὰ ὑλικὰ τῆς ὕπαρξής του, τὸ σῶμα του, τὴν
καρδιά, τὸ νοῦ. Τὴν πλάθει μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν ὀρθώνει ὡς ἐπίτευγμα μέσα
στὴν κοινωνία ὅπου ἐγκαταβιώνει. Συνθεμένη μὲ ὑλικὰ ἱερὰ τῆς ὕπαρξης, εἶναι ἀναπότρεπτο
ἡ οἰκογένεια νὰ ὑπερβαίνει τὸν θεσμό, νὰ συνιστᾶ μία συντεταγμένη τοῦ ὄντος ἀπαραίτητη
– ποτὲ ὅμως ὑποχρεωτική. Ἀποκαλύπτεται ἔτσι ἡ οἰκογένεια ὡς κέντρο τοῦ βίου ὅλου,
καὶ τοῦ προσωπικοῦ καὶ τοῦ κοινωνικοῦ.
Ἀλλὰ ὁ βίος αὐτὸς, γιὰ νὰ εὐπορήσει, πρέπει νὰ τρέφεται ἀπὸ τὴν ἐργασία
τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐργασία συνιστᾶ ὄχι μόνο καταστατική τῆς ὕπαρξής μας ἐπιταγὴ ἀλλὰ
καὶ ἀξίωση κοινωνικὴ τῶν βασικῶν δομῶν τῆς ζωῆς. Ἡ ἐργασία ὑπηρετεῖ τὴν ὕπαρξη
καὶ τροφοδοτεῖ τὴν οἰκογένεια. Τὸ ἐπάγγελμα ὑπηρετεῖ τὴν κοινωνία, ποὺ δὲν εἶναι
δυνατὸ νὰ νοηθεῖ χωρὶς ἀνθρώπους μὲ καθορισμένη μορφὴ ἐργασίας σταθερή.
Καὶ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ μεταγγίζει στὶς κοινωνικὲς δομὲς μιὰν ἰσορροπία
σώματος, νοῦ καὶ καρδιᾶς, ὅσο δὲν λησμονεῖ πὼς εἶναι παρεπίδημος στὸν κόσμο αὐτό,
καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα διατηροῦν κι αὐτὰ τὴν ἰσορροπία τους,
συγκλίνοντας σταθερὰ στὴν ὑπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν θωράκιση καὶ στὸν
βαθύτερο ἐξευγενισμό του.
Ὅταν αὐτὴ ἡ θαυμαστὴ καὶ ἀξιοζήλευτη ἰσορροπία διαταραχθεῖ, τότε καὶ ἡ οἰκογένεια
καὶ τὸ ἐπάγγελμα εἰσέρχονται σὲ κρίση. Διότι χάνουν τὴν νευραλγικῆς σημασίας ἐπικέντρωσή
τους στὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι περίοδος κρίσης δεινῆς αὐτὴ ποὺ διέρχεται ἡ ἀνθρωπότητα
καθὼς διαπεραιώνεται στὸν 21ο αἰώνα. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει
λησμονήσει τὴν θεϊκὴ ἐγγύησή του καὶ συμπεριφέρεται ὡς κληρονόμος τοῦ κόσμου
τούτου. Καὶ ἕνας τέτοιος κληρονόμος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ χρῆμα καὶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση.
Ὠθεῖται, ἔτσι, ἀπὸ τὴν οἰκογένεια πρὸς τὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀναγορεύεται σὲ
αὐτοσκοπό. Οἱ σύζυγοι χάνονται μεταξύ τους, τὰ παιδιὰ χάνουν τοὺς γονεῖς καὶ οἱ
γονεῖς τὰ παιδιά, ἡ σχεδία τοῦ βίου ὄλου κλυδωνίζεται ἀπὸ τὸν ἀδίσταχτο ἐγωκεντρισμὸ
τῆς φιληδονίας καὶ ὁ παρεπίδημος χαρακτήρας, ὁ καταστατικός τοῦ ἀνθρώπου,
σκοτίζεται, λησμονεῖται.
Μέσα σ’ ἐτούτη τὴν τραγικὴ λησμοσύνη, ἀνακύπτουν τὰ διλήμματα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ,
ποὺ ὠθοῦν τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸ ἐπάγγελμα, ὡς ἀπορροφητήρα ἀχόρταγο τοῦ ὄντος ἀπὸ
ὅπου πηγάζει ἡ ὑλιστικὴ εὐδαιμονία καὶ ἡ παραισθητικὴ νεύρωση πὼς ὁ ἄνθρωπος
πλάστηκε γιὰ νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ παράγει χρῆμα. Στὴν λησμοσύνη αὐτὴ βρίσκεται ἡ
πηγὴ τῶν πολύμορφων κρίσεων ποὺ ζεῖ ἡ οἰκογένεια, ποὺ ὀφείλει νὰ μένει ἀνοιχτὴ
στὸν χρόνο ἀλλὰ σταθερὴ στὴν ἀγάπη, μέσα σὲ ἰσορροπίες ἐξανθρωπιστικὲς τῶν μελῶν
της.
Ἡ πολλαπλὴ λησμοσύνη φέρει τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο πρὸς μιὰν ἄγρια, ἀβάσταχτη
μοναξιά: τὴν μοναξιὰ τοῦ ὄντος ποὺ δὲν ζεῖ στὴν κάθετη διάστασή του, στὴν
διάσταση τὴν θρησκευτική, ἐκείνη ποὺ μεταμορφώνει τὴν μοναξιὰ σὲ ἱερουργία ἀγάπης,
σὲ βίωση μνήμης τῆς καταγωγῆς του, τῆς ἀποστολῆς του, τῆς μετάβασής του ἀλλοῦ.
Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, καὶ ἡ οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα διατηροῦν τὸν
κοσμικό τους χαρακτήρα καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν ὑπερκοσμικό του. Αὐτὸν ποὺ τὸν
πλημμυρίζει μὲ ἀγάπη καὶ κατανόηση. «Ταῦτα ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι».
Κώστας Τσιρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου